διευθυνσεις

Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

Μετάφραση [Translate]

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Σιμόν ντε Μποβουάρ και Ζαν Πωλ Σαρτρ

«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.


Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.
Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».(από την Σιμόν στο Ζαν Πωλ που απουσίαζε για λιγο από κοντά της)

 


Συγγραφέας, διανοούμενη, φεμινίστρια, ακτιβίστρια, μούσα ζωής του υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν Πωλ Σαρτρ συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες μορφές του 20ού αιώνα. Πρωθιέρια του φεμινισμού με  «ελευθεριάζοντα» τρόπο ζωής μια διαρκή πρόκληση  για τα ενοχλημένα αυτιά…
Γεννημένη στο Ρασπάιλ στο Παρίσι. Ευγενής απ τον πατέρα της εξ ου και το «de» . Άριστη μαθήτρια, σε σημείο που  ο πατέρας της καμάρωνε ότι είχε αντρικό μυαλό. Η μητέρα της,( Φρανσουάζ Μπρασέρ), ένθερμη καθολική μεγαλοαστικής καταγωγής. Η Σιμόν χρειάστηκε να ενηλικιωθεί για να αναθεωρήσει τις θρησκευτικές απόψεις της και να αποδεχθεί τον αθεϊσμό. Από την αδελφή της, Πουπέτ, κατά δύο χρόνια μικρότερη, διδάχθηκε τη συντροφικότητα. Παρέμειναν φίλες για μια ζωή.
Σπούδασε μαθηματικά, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και φιλοσοφία στην Σορβόννη, όπου εντυπωσιάζει τους πάντες τόσο με την πρώιμη γοητεία της όσο και με τον δυνατό της νου.
Εκεί στα 21 της, κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασής της για το έργο του φιλοσόφου Λάιμπνιτς «Μοναδολογία», γνώρισε τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τον μόνο συμφοιτητή της που έμελλε να αποφοιτήσει με υψηλότερο βαθμό από τον δικό της.
Την πολιορκεί αγρίως ο Ρενέ Μαέ, στενός φίλος του Σαρτρ. Ο Μαέ και όχι ο Σαρτρ, όπως πιστεύαμε έως προσφάτως, της δώρισε το περιλάλητο παρωνύμιό της Κάστορας, παίζοντας με την ομοιότητα του επωνύμου Beauvoir με το beaver (κάστορας στα αγγλικά). Αλλά η Σιμόν δεν ενδίδει στον ευπαρουσίαστο Μαέ και θέλγεται από την ακαταμάχητη δύναμη του πνεύματος του ομολογουμένως κακοφτιαγμένου Ζαν-Πωλ.

Στις 14 Οκτωβρίου του 1929 η Σιμόν θα επιτρέψει στον Σαρτρ να την κάνει γυναίκα, εκκινώντας έτσι για το μεγάλο και ταραχώδες ταξίδι της στον κόσμο του σεξ.Η ένθερμη αλλά εξαρχής αντισυμβατική σχέση τους, υμνήθηκε από πολλούς μοντέρνους διανοητές. Εφαρμόζοντας τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Σαρτρ περί απόλυτης ελευθερίας του ατόμου, δεν παντρεύτηκαν ποτέ ,ούτε καν συγκατοίκησαν, πλην συντομότατων περιόδων, δεν τεκνοποίησαν ποτέ, ενώ σύνηψαν πολυάριθμες ερωτικές σχέσεις. Το ζεύγος Σαρτρ-Μποβουάρ διατηρούσε ένα κύκλο φίλων και εραστών γνωστό ως «η οικογένεια».Σε αυτόν περιλαμβάνονταν και μαθητές τους, γεγονός για το οποίο κατηγορήθηκαν αργότερα.
Μια γνωστή ερωτική ιστορία συνέβη όταν η Σιμόν ταξίδεψε στο Βερολίνο και γοητεύτηκε από την φιλόδοξη φοιτήτρια της, Όλγα Καζάκιεβιτς, η οποία με την σειρά της γοήτευσε τον Ζαν-Πολ Σαρτρ.Ο Σαρτρ ενώ ξετρελάθηκε μαζί της, φρόντισε να σύναψει  σχέσεις και με την αδερφή της, την Βάντα, οπότε η Όλγα γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Ζακ Λοράν Μποστ, ο οποίος ήταν εραστής της Μποβουάρ.
 
Αρχικά εργάστηκε, για την οικονομική της αυτονομία, σαν καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση, και στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 αφιερώθηκε στο γράψιμο. Η Μποβουάρ όπως και ο Σαρτρ δεν είχαν αναμειχθεί στην πολιτική πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1945 η Μποβουάρ με τον Σαρτρ άρχισαν να εκδίδουν την αριστερή επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί». Σαν αντι-αποικιοκράτες την δεκαετία του ‘50 υποστήριξαν τον αγώνα των Αλγερινών και των Βιετναμέζων για ανεξαρτησία από τη Γαλλία. Αρχικά το ζεύγος Σαρτρ-Μποβουάρ συντάχτηκε με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και προσκλήθηκε επίσημα στη Μόσχα και στο Πεκίνο, αλλά έπειτα από την σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία (το 1956), στράφηκαν στις διδαχές του Μάο. Το 1960 προσκλήθηκαν στην Κούβα του Κάστρο. Την ταραγμένη, «επαναστατική» δεκαετία του ‘60 η Σιμόν ντε Μποβουάρ υπήρξε πρωθιέρεια της ανατροπής. Το 1962, η ζωή της Μποβουάρ τέθηκε σε κίνδυνο επειδή μίλησε ανοιχτά ενάντια στην κακοποίηση μιας αλγερινής από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής. Το 1967 ταξίδεψε στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή. Κατόπιν, με ορμητήριο το περίφημο παρισινό καφέ Les Deux Magots, πρωτοστάτησε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του 1968. Εκφώνησε πύρινους λόγους και μαζί με τον Σαρτρ και τους σκηνοθέτες Ζαν Λικ Γκοντάρ και Λουί Μαλ, διένειμαν δωρεάν στους δρόμους την εξτρεμιστική μαοϊκή εφημερίδα «Η υπόθεση του λαού».

 Στη δεκαετία του ’70, η Μποβουάρ συμμετείχε σε διαδηλώσεις για το δικαίωμα στη νόμιμη έκτρωση και υπέγραψε το διάσημο κείμενο των 342 επώνυμων γυναικών που δήλωναν ότι είχαν καταφύγει σε παράνομη έκτρωση. Αυτή η πράξη αλληλεγγύης ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους η Μποβουάρ χρησιμοποίησε τη δημοσιότητά της για να προωθήσει την υπόθεση των δικαιωμάτων των γυναικών. Οι Γαλλίδες χρειάστηκε να αγωνιστούν μέχρι το 1975 για να κατακτήσουν το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση μέσα στις δέκα πρώτες βδομάδες εγκυμοσύνης.
 
Σε όλο το παραπάνω διάστημα η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν έβαλε ποτέ τον έρωτα σε δεύτερη μοίρα. Μετά τον Σαρτρ, με τον οποίο είχαν καταλήξει περισσότερο συνεργάτες παρά ζευγάρι, ο αμερικάνος συγγραφέας Νέλσον Όλγκρεν (δημιουργός του συγκλονιστικού μυθιστορήματος «Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι») και ο γάλλος σκηνοθέτης Κλοντ Λανζμάν ήταν εκείνοι που μίλησαν περισσότερο στην καρδιά της.
Με τον συνομήλικό της Όλγκεν γνωρίστηκε στο Σικάγο, κατά το πρώτο ταξίδι της στις ΗΠΑ (το 1947). Την πήρε από το πανεπιστήμιο όπου έδινε διάλεξη και τη μύησε στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Σύντομα έγιναν φλογεροί εραστές και ταξίδεψαν μαζί στον μισό κόσμο. Κοντά του η Σιμόν βρήκε τη ζεστασιά και τη ζωντάνια που δεν διέθετε πλέον ο Σαρτρ. Ο Όλγκεν την ήθελε ολόδική του και το 1951 της πρότεινε γάμο. Εκείνη όμως δεν θέλησε να αφήσει τον Σαρτρ ολοκληρωτικά. «Χωρίς τον Σαρτρ δεν θα ήμουν η Σιμόν που αγαπάς, αλλά ένα βρόμικο, εγωιστικό πλάσμα» έγραψε στον Όλγκεν. Τελικά διατήρησαν επαφή ως το 1963, οπότε ο Όλγκεν διέκοψε τη σχέση οριστικά, χολωμένος με την αρρωστημένη προσκόλληση της ερωμένης του στον Σαρτρ, αλλά και με όσα διάβασε στον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας της.  Μάλιστα έφτασε στο σημείο, έξαλλος, να την χαρακτηρίσει «πουτάνα».

Το φλερτ με τον, κατά 17 έτη μικρότερό της, Λανζμάν άρχισε το 1952, οπότε εκείνος προσελήφθη στην επιθεώρηση «Μοντέρνοι καιροί». Ο νεαρός ιδεολόγος τη λάτρευε. Το γεγονός την κολάκευε και ίσως της ξυπνούσε το μητρικό ένστικτο.  Συγκατοίκησαν για δύο περίπου χρόνια. Παραπάνω δεν άντεξε η συγγραφέας, η κατάσταση της φάνηκε σαν παντρειά. Η σχέση τους κράτησε ως το 1958. «Ήταν μια αληθινή γυναίκα» δήλωσε αργότερα ο Λανζμάν. Αποδοκιμάστηκε πάντως από τις φεμινίστριες όταν θέλησε να εκφωνήσει τον επικήδειό της.Να σημειωθεί, για να μην ξεχνιόμαστε, ότι ο Σαρτρ συνδέθηκε ερωτικά με την Εβελίν, την ετεροθαλή αδερφή του Λανζμάν, ένα απαστράπτον σύμβολο του σεξ, για την οποία η Μποβουάρ έγραψε το κορυφαίο, «Η Εβελίν ήταν τόσο όμορφη, που όλοι σάστιζαν με την εξυπνάδα της».
«Ο μόνος τρόπος να με πληγώσει ήταν να πεθάνει» είπε για τον Ανθρωπάκο της, όπως αποκαλούσε τον Σαρτρ η Σιμόν. Μετά το θάνατο του Σαρτρ, το 1980 από πνευμονικό οίδημα, ξέσπασε ένας σφοδρός πόλεμος ανάμεσα στη Σιμόν και σε μερικές από τις άλλες γυναίκες του σταρ της φιλοσοφίας, μεταξύ των οποίον και η υιοθετημένη κόρη του, η Αρλέτ Ελκάιμ Σαρτρ, που με μια ανοιχτή επιστολή της προς την Μποβουάρ, δημοσιευμένη στην «Liberation», την κατηγορεί ότι καπηλεύτηκε βάναυσα το θάνατο του, ότι ποδοπάτησε τα πρόσωπα που αγάπησε ο Σαρτρ, ότι από πολύ καιρό πριν του φερόταν σαν να είναι ήδη νεκρός. Η Μποβουάρ δεν απάντησε, αλλά ύστερα από δυο χρόνια έδωσε στην δημοσιότητα τις επιστολές του Σαρτρ προς αυτή, θέλοντας να απόδειξη πόσο πολύτιμη του ήταν και πόσο του είχα σταθεί. Και έγραψε την «Τελετή του αποχαιρετισμού», στην οποία για πρώτη φορά φανερώνονται πράγματα κριμένα επιμελώς ως τότε.
Καταβεβλημένη από τη μοναξιά, άρρωστη από πνευμονία και με μόνη παρηγοριά την υιοθετημένη κόρη της Σιλβί Λε Μπον, η Σιμόν ντε Μποβουάρ πέθανε στις 14 Απριλίου του 1986, έξι χρόνια μετά το θάνατο του Σαρτρ σε ηλικία 78 ετών. Θάφτηκε στο παρισινό κοιμητήριο του Μονπαρνάς, δίπλα στον Σαρτρ. Στο χέρι της υπήρχε ένα δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Όλγκεν.
Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή μπόρεσε και έγραψε, «Στην ζωή μου είχα μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία: τη σχέση μου με τον Σαρτρ. Σε περισσότερο από τριάντα χρόνια, μόνο μια φορά πήγαμε για ύπνο τσακωμένοι.»
Αληθεύει ότι πολλοί συνέκριναν την περίπλοκη ερωτική ζωή του ζεύγους Σαρτρ-Μποβουάρ με τις μηχανορραφίες του Βαλμόν και της ντε Μερτείγ στο περιβόητο μυθιστόρημα του Λακλός «Επικίνδυνες σχέσεις».
«Δε γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι»
«Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί, πρέπει όμως, να θέλει»

Το έργο της
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν αρκετά ευκίνητη ως συγγραφέας. Ήταν εξίσου ικανή ως φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, πολιτική θεωρητικός, δοκιμιογράφος, καθώς και ως βιογράφος. Η πείρα ως πρώτη ύλη και φιλοσοφική προσέγγιση ως εργαλείο είναι οι κοινοί τόποι στο έργο της.

 Το 1943 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Η καλεσμένη», όπου μιλάει για τη ζωή με της αδερφές Καζάκιεβιτς.
Το 1947 το «Pour Une Morale de L’ambiguïté» έλαβε λίγη προσοχή είναι ίσως το μοναδικό καλύτερο σημείο εισαγωγής στον Γαλλικό υπαρξισμό. Η απλότητα του έργου είναι αριστούργημα από μόνη της, αφού η ντε Μποβουάρ μειώνει την τραχύτητα που πολλοί συνδέουν με την ανάγνωση του υπεραναλυτικού «Το Είναι και το Τίποτα» του Σαρτρ, σε λίγες σελίδες συγκριτικά ελαφρού διαβάσματος.
Το 1949 σε ηλικία 41 ετών η Ντε Μποβουάρ είχε μιλήσει αρκετά για τον εαυτό της, έχοντας συμπληρώσει τέσσερις αυτοβιογραφικούς τόμους, και προχώρησε στη συγγραφή του «Δεύτερου φύλου» το βιβλίο σταθμός στην πορεία της.
Ερεύνησε τις θεωρίες για τον ορισμό του τι είναι γυναίκα από κοινωνική άποψη και τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες καταλήγουν να αποδέχονται τις συγκεκριμένες ιδέες για τη θέση τους. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια ιστορική ανάλυση για τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης και μια κριτική της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Επέκρινε την έμφαση που έδιναν οι κοινωνικές συμβάσεις στη μητρότητα και την οικογένεια. Αναφέρεται στη σημασία του να ελέγχουν οι ίδιες οι γυναίκες τη γονιμότητά τους, δηλαδή στο δικαίωμα για ασφαλείς, νόμιμες εκτρώσεις και βοήθεια στο μεγάλωμα των παιδιών. Στα τελευταία κεφάλαια, συζητά την έννοια της «ανεξάρτητης γυναίκας». Τονίζει την αναγκαιότητα για την οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία από τους άντρες, κάτι που θα έρθει με τη δουλειά εκτός σπιτιού και κατακρίνει το διπλό φορτίο του νοικοκυριού και της φροντίδας των παιδιών μαζί με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες. Καταλήγει στην ανάγκη για πραγματικά ισότιμες σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, ώστε οι γυναίκες να εξελιχθούν δημιουργικά σαν άνθρωποι.
Υπάρχουν αδυναμίες στο έργο της Μποβουάρ, κάποιες από αυτές τις αναγνώρισε η ίδια αργότερα. Για παράδειγμα, ανέφερε στη βιογράφο της «Αν έγραφα σήμερα το “Δεύτερο Φύλο”, θα βασιζόμουν σε μια υλιστική, όχι ιδεαλιστική θεωρητική βάση για την καταπίεση των γυναικών». Δεν επανήλθε στο ζήτημα αυτό όμως, έτσι είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς μέχρι ποιο σημείο η σκέψη της είχε εξελιχτεί.

 
 Ως καθηγητές διορισμένοι σε διαφορετικές πόλεις, έμαθαν να παίρνουν τα τρένα και να συναντούν ο ένας τον άλλον σε καφέ, τρώγοντας αλλαντικά και πίνοντας κρασί, πότε στη βρώμικη Χάβρη, πότε στη συμπαθητική Ρούεν.
Εκείνη του συμπαραστάθηκε όταν ο Σαρτρ, αφού κατανάλωσε ψυχοτροπικά ναρκωτικά, βίωνε επί μήνες ψυχωτικά επεισόδια στα οποία πίστευε ότι τον καταδίωκαν τεράστιοι αστακοί.
Επέζησαν των ζοφερών χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που θρυμμάτισαν την ψευδαίσθησή τους ότι είναι άτρωτοι, αλώβητοι από την ιστορική συγκυρία – μία ψευδαίσθηση που μάλλον έτρεφε κυρίως η Μποβουάρ, αφού ο Σαρτρ επιδείκνυε πάντοτε μία ακατανίκητη υπομονή που έφτανε ενίοτε τα όρια της στωικότητας, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το 1940, ο Σαρτρ πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε για μήνες σε γερμανικό στρατόπεδο, μέχρι που το έσκασε. Δεν σταμάτησε να της γράφει γράμματα. Κι εκείνη δεν σταμάτησε να τρέμει για τη ζωή του, εγκλωβισμένη στο κατεχόμενο Παρίσι.
Η σχέση τους ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία τους, δεν έλειψαν και τα menages a trois με νεαρές συνήθως μαθήτριες της ίδιας και άλλες κοπέλες του κύκλου τους. Το τι έκταση και επιτυχία είχαν αυτά τα πειράματα δεν είναι γνωστό.
Η ζήλια δεν ήταν συναίσθημα που εμφανίστηκε στις ζωές τους. Δεν ένιωθαν την ανάγκη να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον – ή να κατακτηθούν. Αλλά ήξεραν πάντοτε πόσο μεγάλη τύχη ήταν που γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τότε δεν θα έφταναν εκεί που έφτασαν, συμπαρασύροντας ο ένας τον άλλον στην κορυφή.
Ο Σαρτρ ήταν πάντα ο νούμερο ένας άντρας στη ζωή της. Και η Μπουβουάρ η νούμερο ένα γυναίκα στη δική του. Μόνο ο Αμερικανός συγγραφέας Νέλσον Άλγκρεν τη συγκίνησε σε σχεδόν αντίστοιχο βαθμό – και σύμφωνα με την επίσημη βιογραφία της, ήταν ο πρώτος άντρας που την έφερε πραγματικά σε οργασμό, στα 39 της.
Ταξίδεψαν μαζί σε όλο τον κόσμο, γνώρισαν τον Τσε, τον Φιντέλ, όλες τις μεγάλες προσωπικότητες της εποχής. Φωτογραφήθηκαν παρέα αμέτρητες φορές. Έγιναν το πιο γνωστό αντισυμβατικό ζευγάρι διανοουμένων στον πλανήτη.
 
Όταν στη δεκαετία του ’70, ο Σαρτρ έπαθε εγκεφαλικό και άρχισε να τυφλώνεται, η Μποβουάρ ξεκίνησε να του παίρνει συνεντεύξεις, μεγάλες, ατελείωτες συνεντεύξεις για να διασώσει ατόφια την υπέροχη σκέψη του προτού αυτή σφαλίσει για πάντα.
Ο Σαρτρ πέθανε το 1980, σε ηλικία 75 ετών. Το βιβλίο της «Αποχαιρετισμός στον Σαρτρ» (1981) ήταν ο πιο γλυκός, σπαρακτικός αποχαιρετισμός σε έναν αιώνιο φίλο. Δεν ξαναέγραψε ποτέ κάτι άλλο. Περίμενε ήσυχα, υπομονετικά να έρθει και το δικό της, τυπικό φινάλε. Και ήρθε, 6 χρόνια αργότερα.
Τώρα ο Σαρτρ και ο μελαγχολικός Κάστοράς του γευματίζουν αλλού…..
Να μια χαρακτηριστική των απόψεων του Σαρτρ συνέντευξη..
ΕΡΩΤΗΣΗ: Μήπως είστε συνεσταλμένος; Μας έχουν πει πως στη δημόσια ζωή σας βρίσκεστε σχεδόν μόνιμα περικυκλωμένος από ελκυστικές γυναίκες που σας θαυμάζουν.
ΣΑΡΤΡ: Είναι γεγονός πως πάντα προσπαθούσα να βρίσκομαι σε περιβάλλον γυναικών που τουλάχιστον είναι συμπαθείς στη θέα. Το παραδέχομαι και ντρέπομαι γι’ αυτό. Η βασική όμως αιτία που περιβάλλομαι από γυναίκες είναι απλώς ότι προτιμώ την συντροφιά τους, από την συντροφιά των ανδρών. Κατά κανόνα βρίσκω τους άνδρες βαρετούς. Έχουν ιδιαίτερα συμφέροντα και μιλούν για διάφορα πράγματα. Στην γυναίκα όμως υπάρχουν ιδιότητες που προέρχονται από τη γυναικεία φύση της κι από το γεγονός ότι είναι ταυτόχρονα υποχείρια και συνένοχος. Και γι’ αυτό η ευαισθησία της είναι πολύ ευρύτερη από του άνδρα. Διαθέτει τον εαυτό της. Παραδείγματος χάρη δεν μπορεί κανείς να κάθεται στο καφενείο και να συζητάει με έναν άνδρα, για τον κόσμο που περνάει από ‘κει. Βαριέται την κατάσταση αυτή και θυμάται τις επαγγελματικές του ανησυχίες, ή καταφεύγει σε διάφορα διανοητικά γυμνάσματα. Τα διανοητικά όμως γυμνάσματα είναι κάτι που μπορώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτά εντελώς μόνος μου. Στην πραγματικότητα νιώθει κανείς μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν παλεύει με τις λέξεις και τα προβλήματά του μόνος του. Ποτέ οι συζητήσεις με τους άνδρες δεν μ’ ευχαριστούν πολύ. Η συζήτηση πάντα σβήνει. Από τη γυναίκα όμως έχεις την συναίσθηση ενός διαφορετικού όντος, μιας νοημοσύνης ίσως ανώτερης από του άνδρα και που δεν περιορίζεται από τις ίδια σκοτούρες.
” Έρωτας-ελεγε ο Σαρτρ- είναι ο παράφορος πόθος δύο σωμάτων και η αγωνιώδης αναζήτηση δύο ψυχών”…
‘Eρωτας είναι οι δύο σε ένα…αλλά
“Αν θέλει να ξεχάσει κανείς μπορεί, πρέπει όμως, να θέλει”…έλεγε η Σιμόν και υποκλινόμαστε….

πηγή: redflecteur
http://aeginalight.gr/article.php?id=49947

Αποκαθήλωση μιας σχέσης

         ΑΠΟΚΟΜΜΑ  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ            
Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 22 Μαΐου 2011



ΤΗΣ ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ (spinou@enet.gr)



 Η ταν καλοκαίρι του 1929 όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ, εμβληματική φιγούρα του φεμινισμού, και ο Ζαν- Πολ Σαρτρ, κορυφαίος φιλόσοφος του υπαρξισμού, έκλεισαν μια συμφωνία που τήρησαν ώς το τέλος της ζωής τους.
Εγιναν οι «αιώνιοι εραστές» και προκάλεσαν τα ήθη της εποχής υπερασπιζόμενοι την ελεύθερη συμβίωση.
«Η περιβόητη συμφωνία τους έμελλε ν' αλλάξει το πρότυπο του αξιοπρεπούς γάμου, εισάγοντας την έννοια της ελευθερίας ενός άντρα και μιας γυναίκας, που ζουν ως ζευγάρι, να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με τρίτα άτομα χωρίς αυτό να επηρεάζει την αφοσίωση του ενός προς τον άλλο. Κράτησε περισσότερο από μισόν αιώνα και έγινε σύμβολο για πολλές μεταγενέστερες γενιές», επισημαίνει η Κάρολ Σέιμουρ-Τζόουνς στην ογκώδη, αποκαλυπτική βιογραφία τους «Επικίνδυνη σχέση», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Αγκυρα», σε μετάφραση Βίκης Δέμου.
Επικίνδυνη μάλλον για τους άλλους, αφού οι δύο διανοούμενοι επιδίδονταν στη σεξουαλική εκμετάλλευση των μαθητών τους, σύμφωνα με τη βιογράφο τους, η οποία κυρίως στηρίχτηκε στα ημερολόγια και στην αλληλογραφία των Σαρτρ - Ντε Μποβουάρ, που της εμπιστεύτηκε η υιοθετημένη κόρη τους και κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου τους, Σιλβί Λε Μπον ντε Μποβουάρ.
Ενα από τα πρώτα «θύματά» τους ήταν η ανήλικη Ολγα Κοζάκιεβιτς κι όπως πολύ παραστατικά περιγράφει η Σέιμουρ Τζόουνς: «Οταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ έφτασε στη Ρουέν, τον Οκτώβριο του 1932, για να αναλάβει τη θέση της στο Λύκειο Ζαν ντ' Αρκ, τις πρώτες μέρες δεν έδωσε σχεδόν καμιά σημασία στο χλομό, σκυθρωπό πρόσωπο της δεκαεφτάχρονης ρωσίδας μετανάστριας που καθόταν στα πίσω θρανία της τάξης. Οι συμμαθήτριές της της είχαν δώσει το παρατσούκλι "la petite Russe". Ωστόσο, μέσα σε έξι μήνες, η μικρή Ρωσίδα έμελλε να εμπνεύσει στην Μποβουάρ ένα πάθος εξίσου δυνατό μ' εκείνο που θα ξυπνούσε μέσα της ένας άντρας. Η Ολγα υπήρξε ο καταλύτης που απελευθέρωσε τη φαντασία της Μποβουάρ και της ενέπνευσε την "Προσκεκλημένη" (L'Invitee), το πρώτο μυθιστόρημά της που έφτασε στο τυπογραφείο. Μούσα και μοντέλο συνάμα, μυθοποιήθηκε από την Μποβουάρ ως "Ξαβιέ" και από τον Σαρτρ ως "Ιβιτς" στην τριλογία του "Les Chemins de la liberte" (Οι Δρόμοι της Ελευθερίας). Στα μάτια της δασκάλας της, της Σιμόν, που την περιγράφει ως "perle noire", το μαύρο μαργαριτάρι που τόσο λαχταρούσε να σκεπάσει τα "μαργαριταρένια μάγουλά" του με φιλιά, το κορίτσι έγινε ένα ανεκτίμητο κόσμημα, το οποίο δεν άργησε να λιμπιστεί και ο Σαρτρ. Η επιρροή που άσκησε η Ολγα στο μυαλό πρώτα της Μποβουάρ και μετά του Σαρτρ ήταν τόσο ισχυρή, που τους ενέπνευσε τέσσερα βιβλία και τουλάχιστον ένα θεατρικό έργο, το "Huis Clos" ("Κεκλεισμένων των Θυρών")».
Η Κάρολ Σέιμουρ-Τζόουνς, που έχει ασχοληθεί και με τη σχέση ανάμεσα στον Τ. Σ. Ελιοτ και την πρώτη του σύζυγο Βίβιαν, συνεχίζει την «αποκαθήλωση» του αγίου ζεύγους των γαλλικών γραμμάτων, αναφερόμενη στην εκπόρνευση της εβραίας μαθήτριας της Μποβουάρ Μπίνενφελντ Λαμπλέν, την οποία το ζευγάρι εγκατέλειψε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκείνη την εποχή η Μποβουάρ διατηρούσε σχέση και με τον Ζακ Λοράν-Μποστ, μαθητή του Σαρτρ, ο οποίος τον Ιούλιο του 1937 συνόδεψε το ζευγάρι σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, με το πλοίο «Cairo City».
Η συγγραφέας του «Δεύτερου φύλου» έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, αντιθέτως ο Σαρτρ είχε τα νεύρα του καθώς βρισκόταν μακριά από τη Βάντα, την αδελφή της Ολγας Κοζάκιεβιτς, κι όλα του φαινόταν άσχημα: «Το 1960, η Μποβουάρ αναφερόταν με λυρισμό στο πέρασμά τους από τις Κυκλάδες: τους αιματοβαμμένους λόφους που βυθίζονταν στη θάλασσα της Σαντορίνης, τις νύχτες στην ταράτσα του ξενοδοχείου, τους Δελφούς που ξεπερνούσαν σε ομορφιά όλα τα μέρη του κόσμου, την πεζοπορία μέσα από μαβιά βουνά προς την Ολυμπία (...)», διαβάζουμε στη βιογραφία. «Ο Σαρτρ, ωστόσο -όπως μαρτυρούν τα μακροσκελή του γράμματα στη Βάντα- δεν βρισκόταν διαρκώς στον παράδεισο στη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, καταλήγει στο συμπέρασμα: "Les Grecs sont des peigneculs", (οι Ελληνες είναι κωλογλείφτες). Στους Δελφούς, οι σφήκες τον τρελαίνουν, δεν μπορεί να ανεχθεί τη ρετσίνα: είναι "σιχαμερή". Στην Ολυμπία, τα κουνούπια τον τρώνε ζωντανό... Μόνο όταν φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου τους τελειώνουν τα χρήματα, αρχίζει να εκτιμά την αρχαιότητα. "Είμαι κατευχαριστημένος", γράφει στη Βάντα στις 26 Αυγούστου 1937, στο καράβι προς τη Θεσσαλονίκη».
Η φιλία τους με τον Αλμπέρ Καμί, η περίοδος της γαλλικής Κατοχής, η σχέση τους με τους ναζί αλλά η υπερβολική προβολή που δόθηκε στη συνέχεια για τη συμμετοχή τους στην Αντίσταση, απασχολούν τη βιογράφο. Ο Σαρτρ εκλήθη να καταταχτεί, παρότι είχε στραβισμό στο ένα του μάτι, ενώ με τη μονάδα του μεταφέρθηκε στη βόρειο Γαλλία. Τον Ιούνιο όμως του 1944 αναγκάστηκαν να παραδοθούν χωρίς να έχουν ρίξει ούτε μια σφαίρα.
Ο ίδιος περιγράφει: «Εμείς, οι οπλίτες και οι λοχίες μείναμε μαζί· πήγαμε για ύπνο και, το επόμενο πρωί, ακούσαμε φωνές, πυροβολισμούς, κραυγές. Ντύθηκα στα γρήγορα· ήξερα πως όλα εκείνα σήμαιναν ότι θα με έπιαναν αιχμάλωτο». Κρατούμενος μαζί με άλλους 14.000 στρατιώτες στο Μπακαρά, ανάμεσα στο Στρασβούργο και το Νανσί ένιωθε προδομένος: «Είμαστε οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, είμαστε οι κατακτημένοι, οι δειλοί, τα παράσιτα, τα απορρίμματα της γης· χάσαμε τον πόλεμο· είμαστε άσχημοι και είμαστε ένοχοι, είμαστε παρίες...».
Ωστόσο, βρήκε την ευκαιρία για... αντίσταση. Εγραψε και ανέβασε στο στρατόπεδο το θεατρικό έργο «Μπαριονά ή ο Γιος της Αστραπής», που είναι η ιστορία του αρχηγού ενός χωριού που ξεσηκώνεται ενάντια στους ρωμαίους κατακτητές της Παλαιστίνης. «Το θέμα του έργου, που διαδραματιζόταν σε ένα χωριό κοντά στη Βηθλεέμ, στις 24 Δεκεμβρίου, είχε επιλεγεί», έλεγε ο Σαρτρ, «ώστε να απευθύνεται τόσο στους πιστούς όσο και στους άπιστους των Χριστουγέννων. Για τους κρατούμενους, το έργο αποτελούσε ένα συγκαλυμμένο κάλεσμα να αντισταθούν, παρ' όλο που το μήνυμά του, περιβεβλημένο από τη μυθολογία των Χριστουγέννων, δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο όσο ήλπιζε ο συγγραφέας. "Οι Γερμανοί δεν το κατάλαβαν", έλεγε ο Σαρτρ, "το είδαν ως ένα ακόμη χριστουγεννιάτικο έργο. Αλλά οι γάλλοι κρατούμενοι έπιασαν το νόημα"».
Μάλιστα, ο συγγραφέας ανέλαβε τον ρόλο του μάγου Μπαλτάζαρ που εξέφραζε την απορία: Είναι αλήθεια ότι ο Θεός δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό ενάντια στην ελευθερία των ανθρώπων; Ο άθεος Σαρτρ συνειδητοποίησε τότε τι θα έπρεπε να είναι το θέατρο: «ένα σπουδαίο μαζικό θρησκευτικό φαινόμενο... ένα θέατρο των μύθων».
Η αφοσίωσή του στη στρατευμένη τέχνη και η πίστη του στα κομμουνιστικά ιδεώδη μέχρι που τα τανκς μπήκαν στην Πράγα αναπαράγονται στην πολυσέλιδη βιογραφία. Το ταξίδι των δυο διανοούμενων στην Κούβα, όπου γοητεύτηκαν από τον νεαρό Κάστρο («Οχι άλλοι γέροι στην εξουσία!», αναφώνησε ο Σαρτρ) αλλά και στη Σοβιετική Ενωση όπου ματαίως προσπαθούσαν να συναντήσουν αυθεντικούς χωρικούς αντί για υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη, σκιαγραφούνται. Οπως και η σχέση του Σαρτρ με τη Λένα Ζονίνα, τη ρωσίδα διερμηνέα του, που ήθελε να την παντρευτεί, παρότι υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν κατάσκοπος της KGB...
Υπό στενή παρακολούθηση του FBI, ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «Το Είναι και το Μηδέν», πήγε και στην Αμερική τη δεκαετία του '50, όπου έδωσε σειρά διαλέξεων. Εντύπωση του έκανε ο διαχωρισμός λευκών και μαύρων: «Σε αυτό τον τόπο της ελευθερίας και της ισότητας, ζουν δεκατρία εκατομμύρια παρίες. Σε σερβίρουν στο τραπέζι σου, σου γυαλίζουν τα παπούτσια, σου πατούν το κουμπί του ασανσέρ, κουβαλούν τις αποσκευές σου, αλλά δεν έχουν τίποτα να κάνουν μαζί σου, ούτε κι εσύ μ' αυτούς... Γνωρίζουν ότι είναι πολίτες τρίτης κατηγορίας. Είναι νέγροι. Μην τους αποκαλέσεις ποτέ "αράπηδες"».
Η δε Μποβουάρ, που δεν διακρινόταν για την κομψότητά της, παραξενεύτηκε από τον τρόπο που ντύνονταν οι Αμερικανίδες με σκοπό, όπως συμπέρανε, να παγιδέψουν τον μελλοντικό τους σύζυγο: «Ή τζιν ή μινκ-δυο στολές», έγραφε. «Αυτές οι γυναίκες, που υπερασπίζονται με τόσο πάθος την ανεξαρτησία τους και σε κάθε ευκαιρία δεν διστάζουν να γίνουν επιθετικές με τους άντρες, παρ' όλα αυτά ντύνονται για τους άντρες... η αλήθεια είναι ότι τα ρούχα των γυναικών στην Ευρώπη δεν εκφράζουν τέτοια δουλοπρέπεια».
Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του «πρότυπου ζευγαριού» απλωνόταν σε όλο τον κόσμο. Ο Σαρτρ, που δεν διακρινόταν για την ομορφιά του αλλά και για την καθαριότητά του, αναπαρήγαγε τις πρώτες εντυπώσεις του για τη Σιμόν. «Πιστεύω πως είναι όμορφη», είχε πει σε συνέντευξή του για το American Vogue, το 1965. «Τα έπαιξα όλα για όλα προκειμένου να την γνωρίσω επειδή ήταν όμορφη, επειδή είχε -και έχει ακόμα- το είδος του προσώπου που με τραβάει σε μια γυναίκα. Το θαύμα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι ότι διαθέτει ανδρική ευφυΐα και γυναικεία ευαισθησία. Με άλλα λόγια, είναι όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να επιθυμήσω».
Αλλά και για την Μποβουάρ ο Σαρτρ ήταν ο άντρας με το πνευματικό ανάστημα που μπορούσε να σταθεί δίπλα της, «ενσάρκωνε ως την παραμικρή λεπτομέρεια τον ιδανικό σύντροφο που ονειρευόμουν από τα δεκαπέντε μου», έγραφε στα «Απομνημονεύματα μιας Συνετής Κόρης». «Ηταν ο σωσίας, στο πρόσωπο του οποίου η φλόγα της προσδοκίας μου δυνάμωνε και γινόταν φωτιά».
Αλλωστε το περίφημο δίδυμο, που ταίριαζε απόλυτα στη σκέψη και στον έρωτα, δεν περνούσε απαρατήρητο στις συναναστροφές του. Οπως περιγράφει ο συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ: «Ηταν σαν να σκέφτονταν ταυτοχρόνως, ακόμη και όταν, φαινομενικά, έκαναν λάθος. Εμοιαζαν με αλλόκοτους σκυταλοδρόμους ιδεών, που δεν χρειαζόταν καν να δώσουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να συνεχιστεί ο αγώνας. Συγχρόνιζαν τον βηματισμό τους και ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε ζευγάρι, πουθενά στον κόσμο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ κατάφερνε μέχρι και να αποτελειώνει τις φράσεις του Σαρτρ και το αντίστροφο...».                                           7


_________
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=277178

Ψυχολογία του Αθεϊσμού Jean-Paul Sartre (1905-1980)

Ψυχολογία του Αθεϊσμού
Jean-Paul Sartre (1905-1980)

(Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης)
Μετάφραση: Α. Ν.
Επιμέλεια: Θωμάς Δρίτσας



Ο Sartre υπήρξε ένας εκ των διασημότερων αθεϊστών του 20ου αιώνα.  Η υπαρξιακή του φιλοσοφία βασίσθηκε στον αθεϊσμό, και η θέση του συνοψίζεται άριστα στα λόγια του ιδίου:  «Αν κανείς αποβάλλει τον Θεό-πατέρα, πρέπει να υπάρχει κάποιος που να εφευρίσκει αξίες…Το να λέμε πως εμείς εφευρίσκουμε αξίες δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά αυτό: πως η ζωή δεν έχει νόημα a priori (αυταπόδεικτα). Πριν ζωντανέψεις, η ζωή δεν είναι τίποτε – εξαρτάται από σένα να της δώσεις κάποιο νόημα, και η αξίες δεν είναι παρά το νόημα που εσύ επιλέγεις.[1]»

Ο πατέρας του Sartre, ο Jean-Baptiste, απεβίωσε το 1906 όταν ο μικρός Jean-Paul ήταν μόλις 15 μηνών.[2]  Ο Ronald Hayman, ένας βιογράφος ιστορικός, έχει μελετήσει την σχέση του Sartre με την μητέρα του, τον παππού του και τον πατριό του εκτενέστατα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Sartre και η μητέρα του συγκατοίκησαν με τους γονείς της μητέρας του. Ο παππούς του, ο Charles Schweitzer, ήταν του νεαρού Jean-Paul ο δάσκαλος, όμως η σχέση τους δεν ήταν ποτέ στενή συναισθηματικά. Αντιθέτως, ο Sartre καλλιέργησε μια πολύ οικεία σχέση με την μητέρα του. Όπως παρατηρεί ο Hayman, « Εκείνη (η μητέρα του) εστίαζε την συναισθηματική της ενέργεια στον μικρό της γιό, του προσφέρονταν τα πάντα έτοιμα: τον έπλεναν, τον έντυναν, τον έγδυναν, του φορούσαν τα παπούτσια, του βούρτσιζαν τα μαλλιά… Ο ίδιος ήταν ανοιχτόχρωμος, με ρόδινη επιδερμίδα, μάγουλα παχουλά και μαλλί με μπούκλες… ατελείωτες φωτογραφίες του είχαν τραβηχθεί.[3]»

Αυτό το ειδυλλιακό και «επιτυχημένο» Οιδιπόδειο σχήμα βρήκε οδυνηρό τέλος, με τον δεύτερο γάμο της μητέρας του όταν ο Sartre ήταν 12 ετών.  Δεν ένοιωθε κοντά στον πατριό του – στην πραγματικότητα, τον είχε απορρίψει σθεναρά. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, «ο Sartre υπέστη μια απώλεια από την οποία ποτέ δεν συνήλθε.  Ένοιωθε απόλυτα ασφαλής, κατέχοντάς την…καθώς μεγάλωνε η προσκόλλησή του σ’ αυτήν (την μητέρα του) κατά την εφηβεία του, ο μοναδικός αρσενικός αντίζηλός του -ο παππούς του- γινόταν ολοένα πιο αδύναμος και λιγότερο απειλή.[4]»  Έτσι, ο Sartre μεγάλωσε χωρίς πατέρα, χωρίς καμμία πατρότητα με την στενά ψυχολογική της έννοια. Αν το θέσουμε αλλιώς, ο πραγματικός πατέρας του Sartre πέθανε (τον εγκατέλειψε) πολύ νωρίς, ο παππούς ήταν ψυχρός και απόμακρος, και ο πατριός είχε αποσπάσει την αγαπημένη μητέρα του Jean-Paul από αυτόν.

Ο νεαρός Sartre έμεινε με τους γονείς της μητέρας του, ενώ η μητέρα του μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα μαζί με τον νέο σύζυγό της.  Αν και ο πατριός του ο Joseph Mancyείχε προσπαθήσει «να κερδίσει την συμπάθεια του θετού υιού του», ήταν αδύνατο να το κατορθώσει.[5] Δεν είχε περάσει ένας χρόνος και κάτι, μετά τον γάμο της μητέρας του, όταν ο έφηβος Sartre συμπέρανε μέσα του: «Ξέρεις κάτι; Ο Θεός δεν υπάρχει!»[6]

Περίπου 50 χρόνια μετά, στην αυτοβιογραφία του, «Les Mots» (Τα Λόγια), ο Sartre εκλαμβάνει τον θάνατο του πατέρα του ως ένα δείγμα καλής τύχης: ο Sartre δεν χρειαζόταν καν να τον ξεχάσει.[7] Παρά ταύτα, ο Jean-Paul είχε κάποια εμμονή με την πατρότητα, σε όλη την διάρκεια της ζωής του, και προφανώς ποτέ δεν ξεπέρασε την πατρική ορφάνια του. Αυτό το στοιχείο εντοπίσθηκε ξεκάθαρα από τον Hayman, ο οποίος παραθέτει από ένα σενάριο ταινίας του Sartre τα εξής: «Ήθελα να σκοτώσω τον πατέρα μου, στο πρόσωπό σου.[8]»  εν τω μεταξύ, με γνήσια Οιδιπόδειο τρόπο, ο Sartre περιστοίχιζε τον εαυτό του με μια μακρά σειρά τρυφερών νέων γυναικών.

Μεγάλο μέρος των αποδείξεων της συνεχούς ενασχόλησης του Sartre με την πατρότητα μας έρχεται από μια πρόσφατη βιογραφία από τον Robert Harvey, δεόντως τιτλοφορούμενη «Search for a FatherSartrePaternity and the Question of Ethics» (Αναζήτηση για ένα Πατέρα: Σαρτρ, Πατρότητα και το Ζήτημα της Ηθικής)[9]. Εδώ μπορούμε μονάχα να αναφερθούμε εν τάχει σε ορισμένες πλευρές της έμμονης ενασχόλησης του Sartre με την πατρότητα, τον πατέρα του, και τον Θεό. Επανειλημμένως καταδίκαζε και προσηλωνόταν βαθειά στο θέμα της πατρότητας. Η φιλοσοφία του ήταν περί του «αυτοδημιούργητου ανθρώπου» και περί του ανθρώπου που γίνεται Θεός.  Συχνά έγραφε για πατέρες μεταφορικά, σαν βάρη, σαν φορτία που συνθλίβουν τους γιούς τους.  Σε αντιδιαστολή, η ελαφρότητα (ακόμα και η αβάσταχτη ελαφρότητα) ήταν η συνέπεια της έλλειψης πατρικής παρουσίας. Μια τυπική καταδίκη της πατρότητας βρίσκουμε στο “Les Mots”: «Δεν υπάρχει καλός πατέρας, αυτός είναι ο κανόνας. Μην ρίχνεις το φταίξιμο στους άνδρες, αλλά στον δεσμό της πατρότητας, που είναι σάπιος. Το να κάνεις παιδιά: τίποτε καλύτερο, αλλά, το να τα έχεις: οποία αδικία! Εάν είχε επιζήσει ο πατέρας μου, θα είχε φορτωθεί πάνω μου ολόκληρος, και θα με είχε συντρίψει. Κατά καλή τύχη, πέθανε νέος.[10]» Και  όμως, στην διαχρονικό κριτικό χειρισμό της πατρότητας από τον Sartre, υπάρχει τόση αμφιταλάντευση, που είναι προφανές ότι «διαμαρτύρεται υπέρμετρα».

Πώς γνώριζε ο Sartre ότι ένας πατέρας θα αποτελούσε βαρύ φορτίο; Δεν είχε καμμία πραγματική εμπειρία του πατέρα του. Ο Harvey σχολιάζοντας το έργο του Sartre, “The Flies” (Οι Μύγες) λέει πως: «κάτω από τους ξέφρενους ενθουσιασμούς του Sartre για την αχαλίνωτη ελευθερία, υποβόσκει η νοσταλγία για υπευθυνότητα, όπως αυτήενσαρκώνεται στον απόντα πατέρα.[11]» Ο ισχυρισμός αυτός επικυρώνεται από την παρατήρηση του Harvey ότι τα γραπτά του Sartre, «με προβλέψιμη τακτικότητα» έστηναν «μια σχέση ανάμεσα στην απουσία της ηθικής ευθύνης…και ένα απόντα πατέρα, ή την έλλειψη πατρικού συναισθήματος σε ένα ενδεχόμενο πατέρα»[12].

Σχεδόν παντού, ο Sartre «ζωγραφίζει πατέρες με αποκρουστικά χρώματα»[13], αν και υπάρχουν και λίγες εξαιρέσεις. Για άλλη μία φορά, αναρωτιέται κανείς πού βρήκε οSartre την ψυχολογική και εμπειρική βάση για τις κρίσεις του αυτές. Σίγουρα όχι από την παρουσία του δικού του πατέρα. Πρέπει, αντ’ αυτού, να συμπεράνουμε πως η απουσία του πατέρα του ήταν μια τόσο οδυνηρή πραγματικότητα, που ο Jean-Paul ξόδεψε μια ολόκληρη ζωή στην προσπάθειά του να αρνηθεί την απώλεια αυτή και να δομήσει μια φιλοσοφία όπου η απουσία του πατέρα και του Θεού είναι αυτή καθ’ εαυτή η αφετηρία της «καλής» ή «αυθεντικής» ζωής.

 

[1]    J. P. Sartre, “Existentialism” (Υπαρξισμός), μετάφραση B.Frechtman, New York: Philosophical Library (Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη), 1947, σελ. 58
[2]    R. Hayman, “Sartre: A life”  (Sartre, Μια Ζωή), New York: Simon and Schuster, 198, σελ. 31
[3]    Του ιδίου, σελ. 33
[4]    Του ιδίου, σελ. 40
[5]    Του ιδίου, σελ. 41
[6]    Του ιδίου, σελ. 43
[7]    J. P. Sartre, “Les Mots”, New York: Braziller, 1964), σελ. 20
[8]    Hayman, “Sartre” σελ. 358
[9]    R. Harvey, “Search for a FatherSartrePaternity and the Question of Ethics” (Ann Arbor, Michigan: The University of Michigan Press, 1991)
[10]    J. P. Sartre, “Les Mots”, σελ.19
[11]    R. Harvey, σελ. 53 (η έμφαση βρίσκεται και στο πρωτότυπο κείμενο)
[12]    Του ιδίου, σελ.15
[13]    Του ιδίου, σελ.128

Jean-Paul Sartre - Biographical

Jean-Paul Sartre, (1905-1980)

born in Paris in 1905, studied at the École Normale Supérieure from 1924 to 1929 and became Professor of Philosophy at Le Havre in 1931. With the help of a stipend from the Institut Français he studied in Berlin (1932) the philosophies of Edmund Husserl and Martin Heidegger. After further teaching at Le Havre, and then in Laon, he taught at the Lycée Pasteur in Paris from 1937 to 1939. Since the end of the Second World War, Sartre has been living as an independent writer.

Sartre is one of those writers for whom a determined philosophical position is the centre of their artistic being. Although drawn from many sources, for example, Husserl's idea of a free, fully intentional consciousness and Heidegger's existentialism, the existentialism Sartre formulated and popularized is profoundly original. Its popularity and that of its author reached a climax in the forties, and Sartre's theoretical writings as well as his novels and plays constitute one of the main inspirational sources of modern literature. In his philosophical view atheism is taken for granted; the "loss of God" is not mourned. Man is condemned to freedom, a freedom from all authority, which he may seek to evade, distort, and deny but which he will have to face if he is to become a moral being. The meaning of man's life is not established before his existence. Once the terrible freedom is acknowledged, man has to make this meaning himself, has to commit himself to a role in this world, has to commit his freedom. And this attempt to make oneself is futile without the "solidarity" of others.
The conclusions a writer must draw from this position were set forth in "Qu'est-ce que la littérature?" (What Is Literature?), 1948: literature is no longer an activity for itself, nor primarily descriptive of characters and situations, but is concerned with human freedom and its (and the author's) commitment. Literature is committed; artistic creation is a moral activity.
While the publication of his early, largely psychological studies, L'Imagination(1936), Esquisse d'une théorie des émotions (Outline of a Theory of the Emotions), 1939, and L'Imaginaire: psychologie phénoménologique de l'imagination (The Psychology of Imagination), 1940, remained relatively unnoticed, Sartre's first novel, La Nausée (Nausea), 1938, and the collection of stories Le Mur (The Wall and other Stories), 1938, brought him immediate recognition and success. They dramatically express Sartre's early existentialist themes of alienation and commitment, and of salvation through art.
His central philosophical work, L'Etre et le néant (Being and Nothingness), 1943, is a massive structuralization of his concept of being, from which much of modern existentialism derives. The existentialist humanism which Sartre propagates in his popular essay L'Existentialisme est un humanisme(Existentialism is a Humanism), 1946, can be glimpsed in the series of novels,Les Chemins de la Liberté (The Roads to Freedom), 1945-49.
Sartre is perhaps best known as a playwright. In Les Mouches (The Flies), 1943, the young killer's committed freedom is pitted against the powerless Jupiter, while in Huis Clos (No Exit), 1947, hell emerges as the togetherness of people.
Sartre has engaged extensively in literary critisicm and has written studies on Baudelaire (1947) and Jean Genet (1952). A biography of his childhood, Les Mots(The Words), appeared in 1964.

From Nobel Lectures, Literature 1901-1967, Editor Horst Frenz, Elsevier Publishing Company, Amsterdam, 1969
This autobiography/biography was written at the time of the award and first published in the book series Les Prix Nobel. It was later edited and republished in Nobel Lectures. To cite this document, always state the source as shown above.

Jean-Paul Sartre died on April 15, 1980.

J.P. Sartre: "Είμαστε...οι επιλογές μας"

Βιογραφικά στοιχεία


Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre, ολόκληρο: Jean-Paul Charles Aymard Sartre) (Παρίσι 21 Ιουνίου 1905 - Παρίσι 15 Απριλίου1980), ήταν Γάλλος φιλόσοφοςλογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος εκπρόσωπος του υπαρξισμού. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοιπρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας στρατευμένος καλλιτέχνης στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το έργο του. Αποστρεφόταν τις επίσημες τελετές και τα αξιώματα και γι' αυτό τον λόγο, το 1964, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βιογραφικά στοιχεία

Τα πρώτα χρόνια

Γόνος αστικής οικογενείας, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Παρίσι, στο σπίτι των παππούδων του από την πλευρά της μητέρας του. Ο στρατιωτικός πατέρας του είχε πεθάνει από κίτρινο πυρετό λίγο μετά τη γέννηση του. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, μετακόμισε με τον πατριό του στη Λα Ροσέλ μέχρι το 1921 οπότε επέστρεψε άρρωστος στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του σε καλύτερο σχολικό περιβάλλον.
Συνέχισε τη φοίτησή του στο κλασσικό λύκειο Henri-IV όπου γνώρισε τον καλύτερο του φίλο, τον Πωλ Νιζάν, με τον οποίο απολάμβαναν μία ανέμελη εφηβεία. Προετοιμάστηκαν μαζί και επέτυχαν την εισαγωγή τους στην περίφημη École Normale Supérieure. Εκεί περιτριγυρισμένος από τον ανθό της γαλλικής διανόησης, ο Σαρτρ έγινε πολύ δημοφιλής και ανέπτυξε την επαναστατική του φύση. Πήρε τελικά το πτυχίο φιλοσοφίας το 1929, αφού απέτυχε στις εξετάσεις της προηγούμενης χρονιάς στις οποίες είχε πρωτεύσει ο Ρεϊμόν Αρόν. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης χρονιάς της προετοιμασίας του, συνάντησε τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, την κατοπινή ισόβια σύντροφό του.
Παρόλο που προσπάθησε να φύγει αμέσως στο εξωτερικό ως διδάσκων, πρωτοδιορίστηκε στη Χάβρη και αργότερα δίδαξε στη Λαν (Laon)[1] . Η επαφή του με τους μαθητές θα είναι ζεστή και ειλικρινής από την πρώτη στιγμή, θα του κληροδοτήσει την αγάπη προς την εφηβεία και θα επιτείνει την τάση του προς την αντίδραση. Μεταξύ 1933-34 μετακινήθηκε στο γαλλικό ινστιτούτο του Βερολίνου, αντικαθιστώντας τον Αρόν, και είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τη φαινομενολογία του Χούσερλ. Το 1937 μετατέθηκε στο Κολλέγιο του Νεϊγί στο Παρίσι και σημείωσε την πρώτη λογοτεχνική επιτυχία του με τη "Ναυτία" (1938).

Ο πόλεμος


Πρωτοσέλιδο άρθρο του Σαρτρ στην εφημερίδα Le Combat
Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο κατατάχτηκε στην υπηρεσία μετεωρολογίας του στρατού και συνελήφθη αιχμάλωτος ανήμερα των γενεθλίων του, στις 21 Ιουνίου 1940. Εγκλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία από όπου μπόρεσε να διαφύγει μόνο με ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις. Εκεί θα διαμορφώσει την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ατομιστής αλλά έχει χρέος στην κοινωνία. Μετά την αποφυλάκισή του, τίθεται πλέον υπέρ της στρατευμένης τέχνης και διανόησης και έτσι συμμετέχει στο αντιστασιακό δίκτυο «Σοσιαλισμός και ελευθερία» (« Socialisme et liberté »).
Το 1943 ανεβάζει μάλλον με αποτυχία το θεατρικό έργο «Οι μύγες» (Les Mouches) που ερμηνεύεται όμως ως παρακίνηση για αντίσταση. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει το «Είναι και το μηδέν» (L'Être et le Néant) και γράφει το θεατρικό «Κεκλεισμένων των θυρών» (Huis clos), που θα παρασταθεί με επιτυχία τον Μάιο του 1944. Λίγο πριν τη απελευθέρωση του Παρισιού, ο Καμύ τον καλεί να συμμετάσχει στο σημαντικότερο αντιστασιακό δίκτυο της εποχής "Η μάχη"(Le combat). Ο Σαρτρ θα γράψει για την ομώνυμη παράνομη εφημερίδα και θα γίνει διάσημος περιγράφοντας την απελευθέρωση του Παρισιού στα πρωτοσέλιδά της. Αυτή η φήμη θα του εξασφαλίσει αργότερα ένα ταξίδι στην Αμερική, όπου θα απολαύσει υποδοχή αντιστασιακού ήρωα.

Η δόξα

Ο Σαρτρ έχει ήδη γίνει διάσημος: απολαμβάνει εξαιρετική επιτυχία και κυριαρχεί στα γαλλικά γράμματα. Ιδρύει το περίφημο λογοτεχνικό περιοδικό "Μοντέρνοι καιροί(Les Temps modernes), όπου γράφουν εκτός από τον ίδιο η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Μερλώ-Ποντύ και ο Ρεϊμόν Αρόν και διαδίδει τις ιδέες του μέσα από αυτό. Στο εκδοτικό σημείωμα του πρώτου τεύχους μάλιστα θέτει το θέμα της ευθύνης των διανοούμενων καθώς και της στρατευμένης λογοτεχνίας.
Η δημοτικότητα που απολαμβάνει είναι τεράστια: όταν στις 29 Οκτωβρίου 1945 προσκαλείται από έναν σύλλογο σε μία μικρή αίθουσα του Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε για να κάνει διάλεξη με τίτλο "Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός" ("L'existentialisme est un humanisme") συνωστίζεται τόσος κόσμος, που επικρατεί το τέλειο πανδαιμόνιο. Ο υπαρξισμός έχει πλέον γίνει μόδα.

Αριστερά και πολιτικοποίηση

Αριστερός αλλά αντίθετος με τις σταλινικές μεθόδους, για να υποστηρίξει τις απόψεις του δε θα διστάσει να συμμετάσχει στην ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος με την ονομασία "Rassemblement démocratique révolutionnaire" (Επαναστατική Δημοκρατική Συσπείρωση). Το κόμμα δεν θα έχει καμία εκλογική επιτυχία και ο Σαρτρ θα παραιτηθεί τον Οκτώβριο του 1949.
Τοποθετείται κατά του πολέμου της Ινδοκίνας και ασκεί έντονη κριτική στην ιμπεριαλιστική τακτική των Η.Π.Α.. Ο πόλεμος της Κορέας και η έντονη καταστολή μιας διαδήλωσης τουΚομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας τελικά τον εξωθούν να υποστηρίξει πλέον ανοικτά το Κομμουνιστικό Κόμμα. Προεδρεύει στη Γαλλοσοβιετική ένωση και γίνεται μέλος του Παγκοσμίου συμβουλίου Ειρήνης. Η απόφασή του αυτή θα τον αποξενώσει από τον Καμύ γιατί σε αντίθεση με τον μέχρι τότε φίλο του, ο Σαρτρ θεωρεί ότι τα "σταλινικά εγκλήματα" δεν είναι σημαντικός λόγος για να παραιτηθεί από την επαναστατική στράτευση του. Θα αναθεωρήσει το φθινόπωρο του 1956, μετά τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία και θα αποχωρήσει από το Κ.Κ.Γ. δίνοντας μία παταγώδη συνέντευξη στις 9/11 στην εφημερίδα "L'Express".

Στρατευμένος μέχρι τέλους

Κατά τη δεκαετία του '60, το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού θα αρχίσει να υποχωρεί μπροστά στις νέες θεωρίες του δομισμού, που μειώνουν τη σημασία της ελευθερίας του ατόμου δίνοντας περισσότερο βάρος στις περιβάλλουσες δομές. Εκείνη την περίοδο ο Σαρτρ είναι απορροφημένος από τη μελέτη του λογοτεχνικού 19ου αιώνα και κυρίως του αγαπημένου του Φλωμπέρ.
Το 1964, προς έκπληξη της παγκόσμιας κοινής γνώμης αλλά παραμένοντας πιστός στις απόψεις που τον είχαν οδηγήσει παλαιότερα στην άρνηση παρασημοφόρησης από τo γαλλικό Τάγμα της τιμής (Légion d'honneur) (1945) και στην απόρριψη έδρας στο Κολλέγιο Γαλλίας (Collège de France), ο Σαρτρ αρνείται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, γιατί θεωρεί ότι αν το αποδεχόταν, θα δέσμευε την ελευθερία του. Συνεχίζει να προκαλεί όταν προεδρεύει μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ στο "δικαστήριο Ράσσελ", ένα φανταστικό αυτοδιορισμένο δικαστήριο, αποτελούμενο από διανοούμενους διαφόρων εθνικοτήτων, με κατηγορητήριο κατά της Αμερικής για εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ.
Συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα του Μάη του '68 στους δρόμους, στα αμφιθέατρα καθώς και στα μέσα ενημέρωσης. Παίρνει συνέντευξη από τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ για το περιοδικό le Nouvel Observateur, προσφέροντάς του την ευκαιρία να εξηγήσει καλύτερα το κίνημα του Μάη.
Καταπονημένος από τις πνευματικές και σωματικές υπερβολές -πίνει, καπνίζει, λαμβάνει ναρκωτικές ουσίες- το Μάρτιο του 1972 έχει ένα σοβαρό επεισόδιο που τον αφήνει σχεδόν τυφλό και τον υποχρεώνει να υποταχθεί στο τέλος του παραγωγικού του έργου. Παρόλα αυτά προσλαμβάνει ως γραμματέα τον Μπενύ Λεβί, ένα νεαρό στέλεχος μαοϊστικής νεολαίας που θα εκδώσει τις συζητήσεις που είχε μαζί με τον φιλόσοφο και τον Φιλίπ Γκαβί σε βιβλίο.[2]
Ο τάφος του Σαρτρ και της Μπωβουάρ
Εξακολουθεί να επεμβαίνει στη δημόσια ζωή για διαφορετικά θέματα που του κεντρίζουν κατά καιρούς την προσοχή και τον πείθουν ότι αξίζουν υποστήριξης: επισκέπτεται τον Αντρέα Μπάαντερ[3](ηγετικό μέλος της Ρ.Α.Φ.), την Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της επανάστασης των γαρυφάλλων, υπογράφει δηλώσεις και διοργανώνει συναντήσεις για την απελευθέρωση Σοβιετικών αντιφρονούντων, ζητάει από τονΒαλερί Ζισκάρ Ντ' Εστέν να δεχθεί τους πρόσφυγες από την Ινδοκίνα και γράφεται στην επιτροπή υποστήριξης του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Προς το τέλος της ζωής του επιδεικνύει ένα έντονο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, ανεξάρτητο από πολιτικούς συσχετισμούς.
Πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1980 σε ηλικία 75 ετών στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα. Στην κηδεία του, που έγινε στις 19 Απριλίου 1980, συνέρρευσαν 50.000 άνθρωποι για να τιμήσουν τελευταία φορά τον μεγάλο φιλόσοφο. Η τελευταία κατοικία του Σαρτρ και της συντρόφου του Σιμόν ντε Μπωβουάρ, βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.

Σκέψη

Ο υπαρξισμός

Ενώ άλλοι φιλόσοφοι θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Ο Υπαρξισμός (existentialisme) είναι το κίνημα της σκέψης που προέβαλε την ύπαρξη(existence) σε αντιπαραβολή και αντίθεση με την ουσία (essence). Η τελευταία αντιμετωπίστηκε ως απατηλό δημιούργημα του φιλοσοφικού στοχασμού που παρέβλεπε μέχρι τότε το άμεσο και οδυνηρό δεδομένο της ύπαρξης. Ο Σαρτρ ανέφερε χαρακτηριστικά με παιγνιώδες ύφος στα γαλλικά «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» («L’existence précède l’essence»).
Συνοψίζοντας τελείως επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για τον άνθρωπο πως « είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες. Εξάλλου η -συχνά εφιαλτική- κρίση των άλλων μόνο σε αυτές μπορεί να βασιστεί και όχι στις προθέσεις ενός ατόμου. Ως ιδανικό τίθεται η ελευθερία επιλογής της δράσης και η ανάληψη της ευθύνης που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο. Η πρωτοτυπία του, σύμφωνα με τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ ήταν το εξαιρετικό βάρος που έδινε στην πραγματικότητα, παρόλο που παραδεχόταν ταυτόχρονα την τρομερή ανεξαρτησία της συνείδησης.

Πολιτικές θέσεις του Σαρτρ για διάφορα ζητήματα

  • Πόλεμος Ινδοκίνας: Υποστηρίζει τον Ανρί Μαρτέν, όταν ο νεαρός κομμουνιστής που υπηρετεί στο γαλλικό πολεμικό ναυτικό κατηγορείται για προδοσία.
  • Πόλεμος Αλγερίας: Υποστηρίζει την εθνική ανεξαρτησία της Αλγερίας και η θέση του αυτή συγκεντρώνει το μένος της τρομοκρατικής εθνικιστικής οργάνωσης "Organisation de l'Armée secrète" (OAS) που προκαλεί έκρηξη στην οικία του Σαρτρ, καταστρέφοντας μέρος του σπιτιού.
  • Κούβα: Υποστηρίζει ενεργά την επανάσταση.
  • Παλαιστινιακό πρόβλημα: Ενώ αναγνωρίζει τη νομιμότητα του κράτους του Ισραήλ, θεωρεί ότι οι άθλιες συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων δικαιολογούν την προσφυγή στηντρομοκρατία.

Συγγραφικό έργο

Φιλοσοφικά έργα

Το 1936 δημοσιεύει ένα δοκίμιο με τίτλο «Η φαντασία», που αργότερα συμπληρώθηκε από «Το φαντασιακό» (1940) και το 1939 το 1940 «Το προσχέδιο μιας θεωρίας συναισθημάτων» αλλά τα δύο πιο σημαντικά φιλοσοφικά του έργα υπήρξαν «Το είναι και το μηδέν»(1943) και η «Κριτική της διαλεκτικής λογικής» (1960)
  • La Transcendance de l'ego (1936)
  • L'Imagination (1936)
  • Esquisse d'une théorie des émotions (1939)
  • L'Imaginaire (1940)
  • L'Être et le Néant (ελλ. Το είναι και το μηδέν) (1943)[4]
  • L'existentialisme est un humanisme (ελλ. Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός) (1946)
  • Question de méthode (ελλ. Το ερώτημα της μεθόδου) (1957)
  • La Critique de la raison dialectique (1960)
  • Cahiers pour une morale (1983-μεταθανάτια έκδοση)
  • Vérité et Existence (1989-μεταθανάτια έκδοση)

Μυθιστορηματικά έργα

Από το 1938 με τη «Ναυτία» καινοτόμησε στη μυθιστορηματική γραφή, ενώ την επόμενη χρονιά, έκανε μεγάλη αίσθηση με τη συλλογή διηγημάτων «Ο τοίχος». Μετά την απελευθέρωση, εξέδωσε σταδιακά τους δύο πρώτους τόμους της τριλογίας «Δρόμοι της Ελευθερίας» ενώ ο τελευταίος και πιο κριτικός τόμος θα εκδοθεί μετά το θάνατο του συγγραφέα.
  • La Nausée (1938)
Στα ελληνικά "Η Ναυτία", μτφ. Θ.Κωστόπουλος ("Βιβλιοαθηναϊκή") και Ειρήνη Τσολακέλλη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, ISBN 960-16-1650-0
Η ανυπόφορη ζωή του πολυταξιδεμένου Αντουάν Ροκαντέν και η ναυτία της ύπαρξης του, κατά το διάστημα που αποφασίζει να γράψει μια βιογραφία του μαρκήσιου ντε Ρολμπόν και εγκαθίσταται στην Μπουβίλ για να μελετήσει τη σχετική βιβλιογραφία.[1], [2]
  • Le Mur (1939-συλλογή διηγημάτων:Le mur, La chambre, Érostrate, Intimité, L'enfance d'un chef)
Στα ελληνικά "Ο τοίχος-Τα παιδικά χρόνια ενός αρχηγού-Το δωμάτιο-Ο Ηρόστρατος-Εξοικείωση" Εκδόσεις Δαμιανός,[χ.χ.],ISBN 960-228-074-3
Αυτή η συλλογή διηγημάτων που έχουν γραφτεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, παρακολουθεί τη διαδρομή της σκέψης του Σαρτρ από τον ατομικό στον κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό.
  • Les Chemins de la liberté (1945-1949)
-L'âge de raison
Στα ελληνικά: "Η ηλικία της λογικής", μτφ Αιμ. Χουρμούζιου. - Αθήνα : Αρσενίδης, [χ.χ.]. -τ.1
-Le sursis
Στα ελληνικά:"Η αναστολή", μτφ Αιμ. Χουρμούζιου. - Αθήνα : Αρσενίδης, [χ.χ] - τ.2
-La mort dans l'âme
Στα ελληνικά:"Με το θάνατο στη ψυχή", μτφ Αιμ. Χουρμούζιου. - Αθήνα : Αρσενίδης, [χ.χ.]. - τ.3

Θεατρικά έργα

  • Baronia (1940)
  • Les Mouches (1943)
Στα ελληνικά "Οι μύγες", μτφ Γ. Πρωτόπαππας, Εκδόσεις Δωδώνη, 1987Δράμα σε τρεις πράξεις εμπνευσμένο από τον ελληνικό μύθο των Ατρειδών που αναπτύσσει μία φιλοσοφική αντίληψη της τραγωδίας με υπαρξιστικά στοιχεία.
  • Huis clos (ελλ. Κεκλεισμένων των θυρών) (1944) ― ελλην.μετάφρ.Γρ.Γρηγορίου ("Αιγόκερως")
  • Morts sans sépulture (Νεκροί χωρίς τάφο, 1946) ― ελλην.μετάφρ.Σ.Ν.Φιλοπούλου ("Παράδοση")
  • La Putain respectueuse (ελλ. Η Πόρνη που σέβεται) (1946) ― ελλην.μετάφρ.Δ.Χαρτουλάρης ("Παράδοση")
  • Les Mains sales (Τα βρώμικα χέρια, 1948)
  • Le Diable et le Bon Dieu (ελλ. Ο Διάβολος και ο Καλός Θεός) (1951)
  • Kean (1953)
  • Nekrassov (1956)
  • Les Séquestrés d'Altona (Οι καταδικασμένοι της Αλτόνα, 1960) ― ελλην. μετάφρ. Γ. Φιλόπουλος ("Παράδοση")
  • Les Troyennes d'après Euripide (1965)
  • L'Engrenage (1969)

Λογοτεχνική κριτική

  • Qu'est-ce que la littérature? (ελλ. Τι είναι η Λογοτεχνία;) (1947)
  • Baudelaire (1947), μτφρ. Νίκος Φωκάς, εκδ.Ολκός, Αθήνα, 1995
  • Saint-Genet, comédien et martyr (1952)
  • L'Idiot de la famille (1971)

Δοκίμια

  • Situations I (1947)
  • Situations II (1948)
  • Situations III (1949)
  • Situations IV (1964)
  • Situations V (1964)
  • Situations VI (1964)
  • Situations VII (1965)
  • Situations VIII (1972)
  • Situations IX (1972)
  • Situations X (1976)

Πολιτικά δοκίμια

  • Réflexions sur la question juive (1946)
Στα ελληνικά "Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα", μτφ Αθανάσιου Σαμαρτζή, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2006, ISBN 960-05-1285-4Οι απόψεις του Σαρτρ πάνω στο εβραϊκό ζήτημα που καταλήγουν σε ύμνο προς τη δημοκρατία.''

Αυτοβιογραφία, αλληλογραφία

  • Les Mots (ελλ. Οι Λέξεις) (1963)
  • Carnets de la drôle de guerre (1983-μεταθανάτια έκδοση)
  • Lettres au Castor et à plusieurs autres (1983-μεταθανάτια έκδοση)

Περιοδικά

  • Les Temps Modernes (1945)

Σημειώσεις

  1. Άλμα πάνω Βιογραφία από την επίσημη ιστοσελίδα των βραβείων Νόμπελ
    Άλμα πάνω↑ BΕΝΝΥ Lévy. "On a raison de se révolter", entretiens avec Philippe Gavi, Jean-Paul Sartre, Gallimard, 1974
    Άλμα πάνω↑ Μετά το τέλος της συνάντησής τους είπε για τον Μπάαντερ : "Quel Con!", "τι μαλάκας!", Wormser Gerard, Sartre adversaire de la non-violence ? - O Σαρτρ ενάντια στη μη-βια ? Par exemple, après avoir rencontré l'extrémiste Baader dans sa prison en Allemagne, il en est ressorti en disant : « Quel con !!! »
    Άλμα πάνω↑ Λασσιθιωτάκη, Λίζυ, «Μια σύντομη αναφορά στο Είναι και το Μηδέν [του Ζαν-Πωλ Σαρτρ]», Εποπτεία 72 (1982), 881-888.

Πηγές

  • Collection Littéraire Lagarde et Michard, Larousse-Bordas, 1997, ISBN 2-04-000060-7-1re édition

Επιπλέον βιβλιογραφία

  • Ζαν-Πωλ Σαρτρ Διαβάζω, τ/χ.455, (Οκτώβριος 2004), σελ.84-115
  • Philip Thody, Σαρτρ: Εικονογραφημένος οδηγός, μτφρ. Αλίκη Φιλίππου, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2011
  • Κλοντίν Μοντέιγ, Οι εραστές της ελευθερίας. Η συγκλονιστική ιστορία του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μποβουάρ, μτφρ. Ρένα Χατχούτ,εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα, 2001
  • Bernard - Henri Lévy, Ο αιώνας του Σάρτρ, μτφρ.Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ.Scripta, Αθήνα, 2004
  • Φρειδερίκη Ταμπάκη - Ιωνά, «Οι Δρόμοι της Ελευθερίας του Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Διαβάζω, τ/χ. 33, (1980), σελ. 28-33
  • Chenu, Joseph, «Ὁ Jean Paul Sartre καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία » , Πολιτική Επιθεώρησις, 7-8 (1946), σσ. 397-403
  • Aron, Raymond, «Ὁ Σάρτρ καὶ ὁ Μαρξισμός » , Τομές, 2 (1975), σσ. 19-24
  • Δούκαρης, Δημήτρης, «Στον τάφο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ». Τομές 61 (1980), 4-6.
  • Καραντώνης, Ανδρέας: «Σκέψεις για τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ». Νέα Εστία 107 (1980), τ. 1269, 714-724.
  • Λασσιθιωτάκη, Λίζυ-Ελένη, «Jean Paul Sartre (1905-1980)». Διοτίμα 8 (1980), 213
  • Λασσιθιωτάκη, Λίζυ-Ελένη, «Συνομιλίες του Ζαν-Πωλ Σαρτρ με τον Χέρμπερτ Μαρκούζε». Τομές 61 (1980), 8-13.
  • Μαλεβίτσης, Χρήστος: «Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1905-1980)». Νέα Εστία 107 (1980), 680-682.
  • Μπάκος, Δομίνικος, «Ζαν-Πωλ Σαρτρ». Αντί 150 (1980), 34-35
  • Δόικος, Παναγιώτης: «Η θεωρία της ιστορίας του Jean-Paul Sartre». Εποπτεία 60 (1981), 685-698.
  • Μπροσιέ Ζαν-Ζακ, «Ο φάκελος ‘Σαρτρ’». Μετάφρ. Βενετία Σταυροπούλου. Διαβάζω 127 (1985), 37-47.
  • Παναγιώτης Δόικος, "Η θεωρία της ιστορίας του Jean-Paul Sartre", Εποπτεία, τεύχος 60, Σεπτέμβριος 1981, σ. 685-98.
  • Γ, Πεφάνης, «Ένα φιλοσοφικό τρίπτυχο στη λογοτεχνία. ‘Les chemins de la liberté’ του Jean-Paul Sartre». Νέα Εστία 125 (1989), 467-477.
  • Ζ. Ζ.,Μπροσιέ, «Ο Σαρτρ έχει πάντα δίκιο». Μετάφρ. Τιτίκα Δημητρούλια. Διαβάζω 186 (1988), 57-58.
  • Μαρίνα Φανιουδάκη, «Ο Σαρτρ και η ατομική ελευθερία», Διαβάζω 127 (1985), 34-36.
  • Παπαδόπουλος Πέτρος, «Χρονολόγιο Σαρτρ», Διαβάζω 127 (1985), 12-25.
  • Ντυράν Μαρσέλ, «Ο υπαρξισμός του Ζαν-Πωλ Σαρτρ», Μετάφρ. Κορίννα Κωνσταντοπούλου. Διαβάζω 127 (1985), 26-33.
  • Κεντρωτής, Γιώργος, «Ο Ζαν Πωλ για το χιούμορ». Διαβάζω 124 (1985), 20-21.
  • Ζιραρντέν, Ζαν-Κλωντ, «Ο Σαρτρ και ο μαρξισμός». Μετάφρ. Κώστας Τσιταράκης. Διαβάζω 127 (1985), 48-53.
  • Βικτόρ Πιερ, «O Σαρτρ και ο αριστερισμός». Μετάφρ. Βενετία Σταυροπούλου. Διαβάζω 127 (1985), 54-58
  • Μπαρτζελιώτης, Λεωνίδας, «Η σχετικοκρατική αξιολογία του J.-P. Sartre και οι αντιφάσεις της». Διοτίμα 10 (1982), 153-163.
  • Λασσιθιωτάκη, Λίζυ, «Μια σύντομη αναφορά στο Είναι και το Μηδέν [του Ζαν-Πωλ Σαρτρ]». Εποπτεία 72 (1982), 881-888.
  • Rago, Michele, «Jean-Paul Sartre (1905-1980)». Μετάφρ. Μπέττυ Βακαλοπούλου. Σύγχρονα θέματα 8 (1980), 108-110.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Wikiquote logo
Στα Βικιφθέγματα υπάρχει υλικό σχετικό με το λήμμα:
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα

Αφιέρωμα στον Σαρτρ της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (στα γαλλικά)
Σταματίου, Κώστας:Μέρες του Σαρτρ στην (άθλια) Ελλάδα του '37, Τα Νέα, 20 Απριλίου 1991 (σ. 14-15/38)
Φαλίδα, Εφη: Ξαναδιαβάστε τον Σάρτρ, Τα Νέα, 19 Ιαν. 2000 (σ. 26)
Ο Σαρτρ μέσα από τα έργα του Τα Νέα, 19 Ιαν. 2000 (σ. 27)
Βώκος, Γιώργος: Zαν-Πολ Σαρτρ,Δημόσιος και απολύτως μόνος, Το Βήμα (Νέες Εποχές) 13 Μαρτίου 2005
Ν. Χατζηαντωνίου: Όταν ο Σαρτρ καταδίκαζε τη χούντα, Ελευθεροτυπία 7 Αυγούστου 2000
Jean-Paul Sartre (1905-1980)-Αποσπάσμα από το βιβλίο του Paul Vitz, Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης: “Faith of the Fatherless

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD-%CE%A0%CF%89%CE%BB_%CE%A3%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%81