διευθυνσεις

Buchhandel Bowker Electre Informazioni Editoriali Micronet Nielsen Book Data

Μετάφραση [Translate]

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Σαν σήμερα ο Ζαν Πωλ Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ λογοτεχνίας!


Σαν σήμερα ο Ζαν Πωλ Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ λογοτεχνίας!

«Ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο τιμητικές περιστάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση».
#sartre #nobelprize

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Σιμόν ντε Μπωβουάρ – Μια ζωή αφιερωμένη στον υπαρξισμό και το φεμινισμό

Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού -αν και η ίδια απέφευγε το χαρακτηρισμό της φιλοσόφου-, βραβευμένη συγγραφέας καθώς και μαχητική φεμινίστρια. Με αφορμή τα 110 χρόνια από τη γέννηση της, δημοσιεύουμε σήμερα ένα σύντομο σημείωμα για τη ζωή και το έργο της.


Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού -αν και η ίδια απέφευγε το χαρακτηρισμό της φιλοσόφου-, βραβευμένη συγγραφέας καθώς και μαχητική φεμινίστρια. Με αφορμή τα 110 χρόνια από τη γέννησή της, δημοσιεύουμε σήμερα ένα σύντομο σημείωμα για τη ζωή και το έργο της.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1908 στο Παρίσι από οικογένεια ξεπεσμένων αριστοκρατών από την πλευρά του βαθιά συντηρητικού πατέρα της, ο οποίος ήταν δημόσιος λειτουργός και άλλοτε εύπορων αστών από πλευράς της μητέρας της, που ήταν αφοσιωμένη καθολική. Η Σιμόν από μικρή ηλικία έδειξε την αγάπη της στα γράμματα και τη συγγραφή, ενώ ο πατέρας της, με τον οποίο τη συνέδεε μια περίπλοκη σχέση, φρόντισε για τη μόρφωσή της, εν μέρει αντισταθμίζοντας έτσι την αδυναμία του να της παράσχει αξιόλογη προίκα. Ξεκίνησε την εκπαίδευσή της σε ένα ιδιωτικό Καθολικό σχολείο θηλέων, όπου παρέμεινε μέχρι τα 17 της χρόνια, ενώ ήδη από τα 14 είχε ασπαστεί την αθεΐα. Εκεί γνώρισε και τη φίλη της Zaza, ο πρόωρος θάνατος της οποίας μετά από τσακωμό με την οικογένειά της σχετικά με ένα προξενιό, επηρέασε βαθιά τη Σιμόν. Η ίδια έλεγε πως το περιστατικό την οδήγησε στην αμφισβήτηση του ρόλου που επεφύλασσε η τότε αστική κοινωνία στις γυναίκες.
Η Μπωβουάρ πραγματοποίησε πολύπλευρες σπουδές που περιλάμβαναν τα μαθηματικά, τη Φιλοσοφία, τη Γαλλική Λογοτεχνία, γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα αρχαία ελληνικά, την Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία. Κατά τη διάρκεια της διδακτικής πρακτικής στο λύκειο Janson-de-Sailly ήρθε σε επαφή με τους Merlau-Ponty και Claude Lévi-Straus, με τους οποίους παρέμεινε σε φιλοσοφικό διάλογο τα επόμενα χρόνια.
Στα 21 της χρόνια ήρθε δεύτερη στις φιλοσοφικές εξετάσεις της École Normale Supérieure, μετά τον μετέπειτα σύντροφο της ζωής της Ζαν-Πωλ Σαρτρ, κι έτσι έγινε η νεαρότερη καθηγήτρια φιλοσοφίας στη Γαλλία. Ο γάλλος φιλόσοφος είχε ζητήσει να τη γνωρίσει αφότου άκουσε για την επιτυχία της στις γραπτές εξετάσεις, η ίδια εντυπωσιάστηκε από το πνεύμα του, κι έκτοτε παρέμειναν μαζί ως το θάνατο του Σαρτρ το 1980, σε ανοιχτή σχέση, χωρίς ποτέ να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά. Τα επόμενα χρόνια δίδαξε σε διάφορα λύκεια, μέχρι που παύθηκε από τα καθήκοντα της μετά από παρέμβαση των γερμανικών αρχών κατοχής το 1941 και οριστικά το 1943, κατόπιν κατηγοριών πως είχε διαφθείρει μαθήτριά της. Από τότε στρέφεται οριστικά στη συγγραφή και την ίδια χρονιά δημοσιεύεται το πρώτο της μυθιστόρημα, “Η καλεσμένη”, που βασίστηκε στο ερωτικό τρίγωνο μεταξύ της ίδιας, του Σαρτρ και της μαθήτριά της Olga Kosakievicz. Ήδη στο πρώτο έργο αυτό διακρίνονται βασικά θέματα της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως η δυσκολία επικοινωνίας της ατομικής συνείδησης του ενός με εκείνη του “άλλου”, καθώς η σχέση τους γίνεται αντιληπτή ως μια διαρκής προσπάθεια η μία να κυριαρχήσει πάνω στην άλλη.
Το γνωστότερο μυθιστόρημά της υπήρξαν ασφαλώς “Οι Μανδαρίνοι” (1954), χαρίζοντάς της το βραβείο Γκονκούρ. Ο τίτλος είναι συμβολικός, αφού το έργο εξετάζει την προσπάθεια της ίδιας και των διανοούμενων του κύκλου της, να εξέλθουν από το καθεστώς “μανδαρινισμού”, τον ελιτισμό τους δηλαδή, και να στρατευθούν πολιτικά την επαύριο της Απελευθέρωσης. Από τα φιλοσοφικά της έργα γνωστότερο είναι το “Για μια ηθική της αμφισβήτησης”, που θεωρείται από πολλούς η προσιτότερη εισαγωγή στον υπαρξισμό, ενώ συνέγραψε και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, όπως “Η Αμερική από μέρα σε μέρα”, καθώς και “Η Μεγάλη Πορεία” σχετικά με το ταξίδι στην Κίνα. Σε αυτό το έργο παρουσιάζει με συμπάθεια τα τεκταινόμενα στη μαοϊκή Κίνα, συμπάθεια που θα τη συνοδεύσει (όπως και το σύντροφό της, αλλά κατά καιρούς πλειάδα αντισοβιετικών Γάλλων διαννοουμένων) και στα επόμενα χρόνια, ενώ θόρυβο είχε προκαλέσει η δήλωσή της πως η εξουσία του Μάο “δεν είναι περισσότερο δικτατορική από εκείνη του Ρούζβελτ”. Να πώς περιγράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της (1972) τη σχέση της με το μαοϊσμό: “Παρά τις διάφορες επιφυλάξεις μου -ιδίως την έλλειψη τυφλής πίστης στην Κίνα του Μαο- νιώθω συμπάθεια για τους μαοϊκούς. Παρουσιάζονται ως επαναστάτες σοσιαλιστές, αντιτιθέμενοι στο ρεβιζιονισμό της Σοβιετικής Ένωσης και τη νέα γραφειοκρατία που δημιούργησαν οι τροτσκιστές. Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι θα φέρουν την επανάσταση στο άμεσο μέλλον, και θεωρώ τη θριαμβολογία που επιδεικνύουν ορισμένοι παιδάστικη. Ωστόσο, ενώ το σύνολο της παραδοσιακής Αριστεράς αποδέχεται το σύστημα, αυτοκαθοριζόμενο ως δύναμη ανανέωσης ή αξιοσέβαστης αντιπολίτευσης, οι Μαοϊκοί ενσαρκώνουν μια γνήσια ριζοσπαστική μορφή αμφισβήτησης”.  
Χωρίς αμφιβολία, το έργο που εδραίωσε τη φήμη της διεθνώς και παραμένει το διασημότερο ως σήμερα, δεν είναι άλλο από το “Δεύτερο φύλο” που εκδόθηκε σε δύο τόμους  το 1949. Το έργο προκάλεσε σάλο στην εποχή του, ενώ το Βατικανό αντέδρασε τοποθετώντας το στη Λίστα απαγορευμένων βιβλίων (Index librorum prohibitorum), κάτι που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα και με το “Οι Μανδαρίνοι”. Αν και η ίδια ως τότε δεν είχε αυτοπροσδιοριστεί ως φεμινίστρια, το βιβλίο την κατέταξε σε προεξάρχουσα μορφή του δυτικού φεμινιστικού κινήματος. Η περίφημη εισαγωγή του βιβλίου “Γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι” κάνει πολλούς μελετητές να τη θεωρούν πρόδρομο της θεωρίας του κοινωνικού φύλου, αν και η ίδια σαφώς δε φτάνει στη ριζική διάκριση βιολογικού-κοινωνικού που διακρίνει αρκετές μεταγενέστερες εκφάνσεις της συγκεκριμένης αντίληψης. Κύρια μέριμνά της είναι να αποδείξει πως οι υπαρκτές βιολογικές διαφορές, όπως η εμμηνορυσία, η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός, αφενός καθιστούν τη γυναικεία κατάσταση εμφανώς διακριτή από την ανδρική, αφετέρου δε μπορούν ωστόσο να δικαιολογήσουν την υποταγή της γυναίκα στον άνδρα, καθώς τόσο η βιολογία, όσο και η ιστορία δεν είναι απλώς “γεγονότα” υποκείμενα στο βλέμμα ενός ουδέτερου παρατηρητή, αλλά ενσωματώνονται και γίνονται αντικείμενα ερμηνείας ενός συγκεκριμένου πλαισίου. Σε συνάρτηση με αυτό, επικρίνει, παρά την αναγνώριση της προσφοράς αμφότερων στην κατανόηση της σεξουαλικής, οικογενειακής και υλικής ζωής της γυναίκας, τόσο την ψυχανάλυση, η οποία αρνείται τη δυνατότητα της ενσυνείδητης επιλογής, όσο και του ιστορικού υλισμού, που αγνοεί την υπαρξιακή διάσταση των φαινομένων περιορίζοντάς τα σε απλές αντανακλάσεις της υλικής βάσης. Το 1971 υπέγραψε το λεγόμενο “Μανιφέστο των 343”, όπου μαζί με άλλες διάσημες Γαλλίδες της εποχής, υποστήριζε πως είχε κάνει έκτρωση (κάτι πιθανόν όχι αληθές), με στόχο τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στη Γαλλία, που επήλθε πράγματι τρία χρόνια αργότερα, ενώ το 1977 υπέγραψε μαζί τον Μισέλ Φουκώ, το Σαρτρ και άλλους διανοούμενους  ένα αμφιλεγόμενο κείμενο που ζητούσε από το Γαλλικό κοινοβούλιο την κατάργηση του ορίου συναίνεσης, το οποίο τότε και σήμερα βρισκόταν στα 15 έτη. Μετά το θάνατο του Σαρτρ υιοθέτησε τη Συλβί λε Μπον, μια από τις πολλές νεαρές που φρόντιζαν μαζί κατά καιρούς, με την οποία η σχέση, κατά περιγραφή της ίδιας της λε Μπον “ήταν σαρκική, μα όχι σεξουαλική”. Μετά το θάνατο της Μπωβουάρ από πνευμονία το 1986, η ίδια ήταν υπεύθυνη για την έκδοση πολλών τόμων της αλληλογραφίας της Μπωβουάρ, με το Σαρτρ και άλλους. Σε αντίθεση με την ίδια τη Σιμόν, αλλά και την υιοθετημένη κόρη του Σαρτρ, τα γράμματα που εξέδωσε η λε Μπον δεν περιέχουν ψευδώνυμα και περικοπές. Η Μπωβουάρ τάφηκε στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα πλάι στον τάφο του Σαρτρ.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ξαναδιαβάζοντας το θαυμάσιο βιβλίο "Οι λέξεις" του Σαρτρ


Myrsini Zorba
ΑΘΗΝΑ
Βόλτα στη βροχή των λέξεων.

Είναι κάτι μέρες ευτυχισμένες που βρέχει λέξεις με νόημα. Ας το απολαύσουμε με μεγάλη καρδιά κι ανοιχτή διάθεση. Δεν συμβαίνει συχνά, δεν είναι φυσικό φαινόμενο, είναι οι λέξεις των δικών μας ανθρώπων, των φίλων που μας νοιάζονται, ένα δυνατό κείμενο, η γενναιοδωρία της καθημερινής ζωής σωστά διατυπωμένη.
Ξαναδιαβάζοντας το θαυμάσιο βιβλίο "Οι λέξεις" του Σαρτρ.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Φιλοσοφία και Λογοτεχνία: μια σχέση βάθους

"Φιλοσοφία και Λογοτεχνία"
Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος
Philippe Sabot
Σελ. 288, Gutenberg 2017

Για τη μελέτη του Philippe Sabot «Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος» (εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Γιάννης Πρελορέντζος, εκδ. Gutenberg).
Του Θωμά Συμεωνίδη
Οι σχέσεις ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία δεν είναι κάτι το άγνωστο. Αν εστιάσει κάποιος μόνο στη Γαλλία και στον 20ό αιώνα, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές οι σχέσεις έλαβαν διάφορες μορφές. Ενδεικτικά, στη διάρκεια μίας πρώτης περιόδου που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, πολλοί φιλόσοφοι ήταν και συγγραφείς: Γκάμπριελ Μαρσέλ, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Αλμπέρ Καμί, Ζαν Βαλ. Πολλοί φιλόσοφοι επίσης, έγραψαν κριτικά κείμενα για έργα της λογοτεχνίας: ο Μαρσέλ για τον Ρίλκε και τον Κλοντέλ. Ο Βαλ για τον Νοβάλις, τον Ρίλκε, τον Κλοντέλ, τον Βαλερί και τον Χέλντερλιν. Ο Σαρτρ για μία πλειάδα συγγραφέων, όπως επίσης οι Εμανουέλ Λεβινάς, Ζαν Ιπολίτ, Μερλό-Ποντί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, το φαινόμενο αυτό θα γενικευτεί. Αναφέρω ενδεικτικά και πάλι, κάποιους από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους, οι οποίο αφιέρωσαν ένα μέρος του έργου τους στη λογοτεχνία: Ζιλ Ντελέζ, Μισέλ Φουκό, Ζακ Ντεριντά, Πολ Ρικέρ, Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ, Φιλίπ Λακού-Λαμπάρτ, Αλεν Μπαντιού, Ζακ Ρανσιέρ.
Το βιβλίο του Φιλίπ Σαμπό είναι μία σημαντική συνεισφορά στο πεδίο που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία.
Το βιβλίο του Φιλίπ Σαμπό (γενν. 1969), καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Charles de Gaulle-Lille, είναι σημαντική συνεισφορά στο πεδίο που εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Και πρόκειται για μια συνεισφορά η οποία αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό χάρη στην εκτεταμένη εισαγωγή, τη μετάφραση και τις σημειώσεις του Γιάννη Πρελορέντζου, καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το συγκεκριμένο βιβλίο εντάσσεται σε έναν αστερισμό πρόσφατων πονημάτων που κυκλοφόρησαν από Έλληνες συγγραφείς τα τελευταία χρόνια, και μπορεί να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικό του πρόσφατου πονήματος, επίσης, του Πρελορέντζου,Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γαλλία 1930-1960.
Στην εισαγωγή του Πρελορέντζου, υπάρχει αρχικά παρουσίαση των σπουδών, της ακαδημαϊκής και ερευνητικής διαδρομής του Σαμπό και των δημοσιεύσεών του. Με αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει πολύ γρήγορα μία εικόνα για το πώς έχουν τα πράγματα σήμερα για τις σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, με συγκεκριμένες αναφορές σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και πρόσωπα. Στη συνέχεια της εισαγωγής, αναλύεται το παρόν έργο του Σαμπό, μέσα από κριτικές τοποθετήσεις και σχόλια πάνω στις θέσεις και τις επιλογές του Σαμπό. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζονται ταυτόχρονα και όλες οι τάσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα φτάνοντας μέχρι και το σήμερα. Πολύ σημαντικό επίσης για τον Έλληνα αναγνώστη είναι ότι παρέχονται εξαντλητικές βιβλιογραφικές αναφορές, πηγές και πληροφορίες για σχετικά πονήματα και μεταφράσεις στα ελληνικά, σχετικές εκδηλώσεις και συνέδρια που έχουν λάβει χώρα καθώς και πιθανές κατευθύνσεις έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο.
Το κυρίως κείμενο του Σαμπό αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο, αναλύονται οι φιλοσοφικές χρήσεις της λογοτεχνίας και στα επόμενα, τα βασικά σχήματα τα οποία προτείνει ο Σαμπό (το διδακτικό, το ερμηνευτικό και το παραγωγικό) με τα οποία χαρτογραφεί πλήρως, κατά τη γνώμη του, τις διαφορετικές μορφές που έχουν λάβει οι σχέσεις φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Σε αυτά τα σχήματα, θα μπορούσε να προστεθεί και το πειραματικό, αυτό που ο Σαμπό αποκαλεί ως «σκέπτεσθαι υπό τον όρο της λογοτεχνίας» (το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου).
Oι κυρίαρχες τάσεις σήμερα δεν αφορούν απλά την προσέγγιση της λογοτεχνίας μέσα από το πεδίο της φιλοσοφίας, αλλά πλέον και από τη σκοπιά των φιλολογικών σπουδών. Στο παρόν βιβλίο, ο Σαμπό διερωτάται κατά κύριο λόγο για τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένοι φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα.
Γενικότερα, οι κυρίαρχες τάσεις σήμερα δεν αφορούν απλά την προσέγγιση της λογοτεχνίας μέσα από το πεδίο της φιλοσοφίας, αλλά πλέον και από τη σκοπιά των φιλολογικών σπουδών. Στο παρόν βιβλίο, ο Σαμπό διερωτάται κατά κύριο λόγο για τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένοι φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα λογοτεχνικά κείμενα. Ωστόσο, σε άλλη του μελέτη, ο Σαμπό έχει αναφερθεί και σε ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα, αυτό των σχέσεων ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία από τη σκοπιά της ίδιας της λογοτεχνίας, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο η λογοτεχνία αξιοποιεί τη φιλοσοφία στα κείμενά της. Ένα άλλο επίπεδο διάκρισης ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία αφορά τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε εξωτερική ή εσωτερική σχέση. Πρόκειται για τα δύο διαφορετικά μοντέλα δεσίματος όπως τα κωδικοποιεί ο Σαμπό.
Το βασικό σημείο εκκίνησης του Σαμπό στο παρόν βιβλίο είναι, αφενός, να υπονομεύσει τη διάκριση ανάμεσα σε δύο αυστηρούς πόλους, αυτόν της λογοτεχνίας και αυτόν της φιλοσοφίας. Αφετέρου, να διευρύνει τα όρια εντός των οποίων μπορούν να οριστούν λογοτεχνία και φιλοσοφία, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο και τις επικαλύψεις τους. Για παράδειγμα, ο Θωμάς ο Σκοτεινός του Μορίς Μπλανσό μπορεί θεωρηθεί ως ένα στοχαστικό έργο που επιδίδεται σε έναν προβληματισμό που ανάγεται στο επίπεδο της μεταφυσικής. Από την άλλη όμως, και οι Μεταφυσικοί Στοχασμοί του Ντεκάρτ μπορούν να διαβαστούν ως ένα μυθιστόρημα διάπλασης. Ωστόσο, η έμφαση του Σαμπό είναι σε συγκεκριμένα κείμενα και συγγραφείς τα οποία προσκαλούν με μεγαλύτερη ευκολία μία φιλοσοφική ανάγνωση, όπως τα κείμενα των Μπλανσό, Μπόρχες, Μπέκετ, Μούζιλ, Μαν. Ο Σαμπό εμμένει αρκετά στους τρόπους με τους οποίους η χρήση της φιλοσοφίας μπορεί να είναι προβληματική, όπως για παράδειγμα στα μυθιστορήματα με προαποφασισμένη θέση.
Ταυτόχρονα με τις αναφορές, τα δάνεια και τις κριτικές οικειοποιήσεις του Σαμπό από φιλοσόφους που η σχέση τους με τη λογοτεχνία εντάσσεται σε ένα ή περισσότερα σχήματα από αυτά που αναφέρθηκαν, η ανάλυση οδηγεί σε ερωτήματα τα οποία θέτονται απευθείας από τον Σαμπό ή προκύπτουν σχεδόν αβίαστα: με ποιο τρόπο, τελικά, τα λογοτεχνικά έργα καθίστανται φιλοσοφικά; Τι καθορίζει αν μία συγκεκριμένη σχέση προσθέτει σε ένα λογοτεχνικό έργο ή αφαιρεί από αυτό; Ποια είναι αυτή η «φιλοσοφία» που υπάρχει μέσα στα έργα; Με ποιον τρόπο και από ποιον ταυτοποιείται; Πότε μία σκέψη είναι φιλοσοφική και πότε μία σκέψη είναι απλώς μία σκέψη; Και ποιες είναι οι ιδιαίτερες δυνατότητες που παρέχει η λογοτεχνία για σκέψη και κατά προέκταση για φιλοσοφική σκέψη; Προφανώς, οι διακρίσεις είναι πολύ λεπτές. Θα είχε νόημα ωστόσο, να τονιστεί ότι η βασική εστίαση της όλης πραγμάτευσης κατευθύνεται κυρίως στο ερώτημα πώς, δηλαδή τι είναι αυτό και με τι τρόπο κάτι φιλοσοφικό υπάρχει στο κείμενο. Ένα ερώτημα το οποίο δεν ταυτίζεται με το πώς ένα λογοτεχνικό κείμενο παράγεται από ή συνδέεται με μία φιλοσοφία, εσωτερική (του ίδιου του συγγραφέα) ή εξωτερική (ενός φιλοσόφου).
Mε ποιο τρόπο, τελικά, τα λογοτεχνικά έργα καθίστανται φιλοσοφικά; Τι καθορίζει αν μία συγκεκριμένη σχέση προσθέτει σε ένα λογοτεχνικό έργο ή αφαιρεί από αυτό; Ποια είναι αυτή η «φιλοσοφία» που υπάρχει μέσα στα έργα; Με ποιον τρόπο και από ποιον ταυτοποιείται; Πότε μία σκέψη είναι φιλοσοφική και πότε μία σκέψη είναι απλώς μία σκέψη; Και ποιες είναι οι ιδιαίτερες δυνατότητες που παρέχει η λογοτεχνία για σκέψη και κατά προέκταση για φιλοσοφική σκέψη;
Προφανώς, το βιβλίο του Σαμπό, δεν αναφέρεται μόνο στους «ειδικούς», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο πάνω σε ένα δύσκολο και πολυσύνθετο ζήτημα. Ωστόσο, ο πλούτος των βιβλιογραφικών αναφορών, οι συνοδευτικές σημειώσεις, η σαφήνεια των διατυπώσεων, μπορούν να το καταστήσουν μία καλή βάση εκκίνησης για ένα θέμα που αφορά εξίσου συγγραφείς και αναγνώστες. Προσωπική μου άποψη είναι ότι ο διάλογος είναι καίριος, στο βαθμό που υπάρχουν συχνά παρανοήσεις για τους τρόπους με τους οποίους ένα έργο ταυτοποιείται σήμερα ως στοχαστικό ή φιλοσοφικό, και κυρίως, η ευκολία με την οποία γίνεται αυτό. Το ζήτημα είναι ζωτικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη σχέση της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία, μπορεί να εντοπιστεί μία από τις μήτρες από τις οποίες εκπορεύονται επιμέρους βασικά ζητήματα, όπως η σχέση της λογοτεχνίας με την πολιτική.
Τέλος, δεν θα ήταν πλεονασμός να υπογραμμιστεί το εξής: η αυτοσυνείδηση της γραφής ως προς το βάθος της είναι από μόνη της μία δυνατότητα του κειμένου. Αντίθετα, και αυτό είναι τόσο σύνηθες, τα κείμενα που καταφεύγουν σε μια επίφαση βάθους, αυτοαναιρούνται, καταργώντας κάθε δυνατότητα ουσιαστικής εμπλοκής με το κείμενο. Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητο το γεγονός ότι αυτή ακριβώς η επίφαση βάθους, είναι βασικό συστατικό της ευκολο-αναγνωσιμότητας και της ευπωλητότητας. Δεν πρέπει να μείνει απαρατήρητο, επίσης, πόσο συχνά αυτή η επίφαση βάθους αναδιπλασιάζεται, αποκτά μία δεύτερη ζωή μέσα από κείμενα τα οποία παρουσιάζουν (στην ουσία προωθούν) τα βιβλία στα οποία ενυπάρχει αυτό το πλαστό βάθος. Το ζήτημα όμως και πάλι δεν είναι η ευθεία επίθεση και προσβολή της ψυχαγωγίας και των μέσων που μετέρχεται για να αυτοπαρουσιάζεται ως πνευματικά σημαντική. Αντίθετα, θεωρώ ότι είναι η διαρκής αναμέτρηση με ερωτήματα όπως: είναι σημαντική η στοχαστική διάσταση της λογοτεχνίας; Γιατί δεν αρκεί μία φιλοσοφική φιλοσοφία και τι έχει να προσθέσει μία λογοτεχνική φιλοσοφία; (αυτή που παράγεται / ενυπάρχει στα λογοτεχνικά κείμενα) Πρόκειται για βασικά ερωτήματα της σχέσης ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία και είναι πραγματικά ευτύχημα που η πραγμάτευση αυτής της σχέσης υποστηρίζεται πλέον από σημαντικά πονήματα όπως αυτό του Σαμπό, και την εξαιρετική μέριμνα με την οποία προσφέρεται στον Έλληνα αναγνώστη.
* Ο ΘΩΜΑΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
altΦιλοσοφία και Λογοτεχνία
Προσεγγίσεις και διακυβεύματα ενός ζητήματος
Philippe Sabot
Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Γιάννης Πρελορέντζος
Gutenberg 2017
Σελ. 288, τιμή εκδότη €13,00











_______

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Ζαν Πολ Σαρτρ, Μια βιογραφία του φιλόσοφου και ιδρυτή του υπαρξισμού

Ζαν Πολ Σαρτρ
Δευτέρα, 2/10 στις 23:00
Tηλεόραση της Βουλής



Δραματοποιημένη σειρά δύο επεισοδίων, γαλλικής παρα­γωγής 2005. Μια βιογραφία του φιλόσοφου και ιδρυτή του υπαρξισμού, Ζαν Πολ Σαρτρ. Οι αγώνες του για τις ιδέες του, η πολυτάραχη ζωή του και η σχέση του με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Διανοούμενοι και Αριστερά


Μετά τον θάνατο του Σαρτρ, του Αρόν και του Φουκό, οι «μεγάλοι διανοούμενοι», αυτοί που είχαν ένα κύρος θεμελιωμένο πάνω στο έργο τους, δεν αντικαταστάθηκαν, λέει σε συνέντευξη του στο γαλλικό περιοδικό «L’ Express», ο Μισέλ Βινόκ ομότιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. «Τη θέση τους πήραν οι μιντιακοί διανοούμενοι, των οποίων η φήμη δεν προέρχεται από το δημιουργικό τους έργο, αλλά από το ταλέντο τους στη σκηνή και στο μικρόφωνο».

του
Θανάση Γιαλκέτση*


Ο Μισέλ Βινόκ είναι ομότιμος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Η ακόλουθη συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό «L’ Express».
Μισέλ Βινόκ | 
● Πότε και πώς εδραιώνεται ιστορικά ο δεσμός ανάμεσα στους διανοούμενους και την Αριστερά;
Ο όρος «διανοούμενοι» (ως ουσιαστικό) χρονολογείται από την υπόθεση Ντρέιφους.
Ο Κλεμανσό είχε χρησιμοποιήσει αυτόν τον νεολογισμό για να υποδείξει όσους –συγγραφείς, πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες- υπέγραφαν την έκκληση για αναθεώρηση της δίκης του Ντρέιφους.
Σε αυτούς που τάσσονταν υπέρ του Ντρέιφους αντιτάχθηκαν αμέσως διανοούμενοι της Δεξιάς -πιο γνωστός ανάμεσά τους ο Μορίς Μπαρές-, που ήθελαν να υπερασπιστούν τον στρατό.
Αυτή η Δεξιά όμως απέρριπτε τον όρο «διανοούμενος», με αποτέλεσμα επί πολύ καιρό οι διανοούμενοι να ταξινομούνται εξ ορισμού στην Αριστερά.
Η Επιτροπή Eπαγρύπνησης των αντιφασιστών διανοουμένων, που δημιουργήθηκε το 1934, θα υποστηρίξει το Λαϊκό Μέτωπο που νίκησε στις εκλογές του 1936, επιβεβαιώνοντας τον δεσμό διανοουμένων και Αριστεράς.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανυποληψία των δεξιών διανοουμένων, που είχαν συμβιβαστεί με το καθεστώς του Βισί, ολοκληρώνει την τοποθέτηση των διανοουμένων στην Αριστερά.
● Πώς συνέβαλαν οι διανοούμενοι στη διαμόρφωση της θεωρίας της Αριστεράς; Σε ποια αδιέξοδα ή παρεκκλίσεις επίσης συνέβαλαν;
Οσοι τάχθηκαν υπέρ του Ντρέιφους υποκινούνταν από μιαν οικουμενική ηθική υπόθεση: την υπεράσπιση της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Σε μια στιγμή που η κοινοβουλευτική Αριστερά (ακόμη και η σοσιαλιστική Αριστερά) δεν ήταν διόλου πρόθυμη να συμβάλει στην αναθεώρηση της άδικης δίκης που είχε καταδικάσει τον Εβραίο λοχαγό, αυτοί οι διανοούμενοι υπερασπίστηκαν τις ηθικές αξίες της ρεπουμπλικανικής Αριστεράς, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής:τα δικαιώματα του ανθρώπου ενάντια στο κρατικό συμφέρον. Αργότερα, εκείνοι που τάχθηκαν υπέρ του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού προίκισαν την Αριστερά με μιαν αντικαπιταλιστική κουλτούρα και εκλαΐκευσαν αυτό που ο Ρεμόν Αρόν αποκαλούσε «μύθο της επανάστασης».
Οι δύο κατηγορίες, η ηθική Αριστερά και η επαναστατική Αριστερά, μερικές φορές ένωσαν τις δυνάμεις τους, όπως στην περίπτωση του πολέμου της Αλγερίας.
Η πιο φανερή παρέκκλιση των στρατευμένων διανοουμένων ήταν η προσχώρησή τους στον σταλινισμό.
Ηδη το 1927, ο Ζιλιέν Μπεντά, με το βιβλίο του «Η προδοσία των διανοουμένων», καταγγέλλει εκείνους που υποτάσσουν τον κριτικό τους λόγο στα πολιτικά πάθη.
● Γιατί η Δεξιά δεν μπόρεσε ποτέ να ασκήσει πραγματική επιρροή στους διανοούμενους;
Υπάρχει μια ιδεολογική και διανοητική Δεξιά, από τον Ζοζέφ ντε Μεστρ ώς τον Σαρλ Μοράς και τον Αλέν ντε Μπενουά, αλλά, με εξαίρεση το Βισί, δεν βρέθηκε ποτέ στην εξουσία, ήταν η παράταξη των ηττημένων.
Η κυβερνητική Δεξιά δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε αυτούς. Ο Σαρκοζί προτιμούσε να αναφέρεται στον Ζορές παρά στον Μπαρές.
Εξάλλου, αυτή η Δεξιά δύσκολα μπορεί να συνεννοείται με τους διανοούμενους, επειδή είναι διαχειριστική, πραγματιστική, χωρίς «μεγάλο σχέδιο».
Υπάρχει βέβαια μια φιλελεύθερη παράδοση που επικαλείται τον Μπενζαμέν Κονστάν, τον Τοκβίλ, τον Αρόν, αλλά στην πλειονότητά τους οι Γάλλοι διανοούμενοι δεν συμπαθούν τον φιλελευθερισμό, και το ηθικό του κήρυγμα, ο προοδευτισμός του, η θέλησή του για σφαιρική εξήγηση της Ιστορίας και της κοινωνίας, ο εξισωτισμός του δεν βρίσκουν καμιάν απήχηση στη Δεξιά.
● Ο δεσμός μεταξύ των αριστερών διανοουμένων και του Σοσιαλιστικού Κόμματος συνέβαλε στην επιτυχία της Αριστεράς το 1981 και στη συνέχεια;
Οχι. Επειδή ένα χάσμα άνοιξε στη δεκαετία του 1970 μεταξύ αριστερών διανοουμένων (ή πολλών από αυτούς) και της Αριστεράς.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 εμφανίζεται το κίνημα των «διαφωνούντων», εκείνων των Ρώσων διανοουμένων που ήρθαν σε ρήξη με τη σοβιετική εξουσία, εμβληματικοί εκπρόσωποι των οποίων είναι ο Σολζενίτσιν και ο Ζαχάροφ.
Αναπτύσσεται τότε στη Γαλλία το αντιολοκληρωτικό κίνημα, εμπνεόμενο από τον Κλοντ Λεφόρ, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και το περιοδικό «Textures», από τον Αντρέ Γκλικσμάν και τους «νέους φιλοσόφους», τον Πολ Τιμπό και το περιοδικό «Esprit».
Η σύγκριση των γραπτών των «αντιολοκληρωτικών» και του σοσιαλιστικού Τύπου φανερώνει το διαζύγιο.
Η κριτική του σοβιετικού κομμουνισμού είναι ένας κίνδυνος για την ενότητα της Αριστεράς και την κατάκτηση της εξουσίας. […]
● Πώς αποδυναμώθηκε ο δεσμός διανοουμένων και Αριστεράς; Εξαιτίας της βαθμιαίας καθίζησης του κόσμου των διανοουμένων ή εξαιτίας διαχειριστικών φροντίδων που συχνά αντιτίθενται στα κοινωνικά ιδεώδη;
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού συνέτριψαν την επαναστατική ελπίδα.
Βέβαια, δεν ήταν όλοι οι αριστεροί διανοούμενοι κομμουνιστές και πολλοί από εκείνους που ήταν κομμουνιστές είχαν απομακρυνθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ωστόσο, μετά τις γενοκτονικές σφαγές του Πολ Ποτ στην Καμπότζη, την εξέλιξη της Κίνας μετά τον θάνατο του Μάο, η ΕΣΣΔ παρέμενε παρ’ όλα αυτά η απόδειξη μιας σοσιαλιστικής δυνατότητας, ενός υλοποιημένου αντικαπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Μεταξύ του 1976 και του 1989 όμως, η λενινιστική πρόκληση του 1917 εξαντλήθηκε.
Ωστόσο, έχετε δίκιο να διατυπώνετε την υπόθεση της «βαθμιαίας καθίζησης του κόσμου των διανοουμένων».
Ενα κεφάλαιο έκλεισε μετά τον θάνατο του Σαρτρ (1980), του Αρόν (1983) και του Φουκό (1984).
Οι «μεγάλοι διανοούμενοι», αυτοί που είχαν ένα κύρος θεμελιωμένο πάνω στο έργο τους, δεν αντικαταστάθηκαν.
Τη θέση τους πήραν οι μιντιακοί διανοούμενοι, των οποίων η φήμη δεν προέρχεται από το δημιουργικό τους έργο, αλλά από το ταλέντο τους στη σκηνή και στο μικρόφωνο.
Η «κοινωνία του θεάματος» χρειάζεται φιλοσόφους ή συγγραφείς για να σχολιάζουν την επικαιρότητα.
Τα οπτικοακουστικά μέσα διαθέτουν έναν μικρό κατάλογο «καλών πελατών» στην υπηρεσία τους, που στην πράξη είναι πάντοτε οι ίδιοι. Εκείνοι που σήμερα αποκαλούνται «διανοούμενοι» περιορίζονται σε αυτή τη χούφτα σχολιαστών, σε αυτή τη χορωδία του οπτικοακουστικού θεάτρου.
Ηδη τα μίντια είναι αυτά που φτιάχνουν τον «διανοούμενο».
Τέλος, κάνατε μια σημαντική παρατήρηση για τις «διαχειριστικές φροντίδες».
Τα μεγαλύτερα θέματα συζήτησης σήμερα προκύπτουν από την οικονομία.
Η γρήγορη παρακμή των ιδεολογιών της σωτηρίας και η αναζωπύρωση της κρίσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού άνοιξαν τις πόρτες των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών στούντιο στους οικονομολόγους.
Οι κλασικοί διανοούμενοι δεν έχουν πολλά να πουν σε αυτές τις συζητήσεις.
Ευτυχώς γι’ αυτούς παραμένουν τα ζητήματα της κοινωνίας, που εγκαλούν τους «καλούς πελάτες». […]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το νόημα της προόδου
Επιστροφή στο σκοτεινό παρελθόν;